κακομήχανος: Difference between revisions

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακομήχανος]], -ον (AM, Α δωρ. τ. [[κακομάχανος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που επινοήθηκε κακοήθως, [[πανούργος]], [[δόλιος]]<br /><b>2.</b> [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]] («[[κακομήχανος]] [[ἔρις]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακομηχάνως</i> (Μ)<br />με κακομήχανο, πανούργο τρόπο, ολέθρια, καταστρεπτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήχανος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλυκυ</i>-<i>μήχανος</i>, <i>πολυ</i>-<i>μήχανος</i>].
|mltxt=[[κακομήχανος]], -ον (AM, Α δωρ. τ. [[κακομάχανος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που επινοήθηκε κακοήθως, [[πανούργος]], [[δόλιος]]<br /><b>2.</b> [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]] («[[κακομήχανος]] [[ἔρις]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακομηχάνως</i> (Μ)<br />με κακομήχανο, πανούργο τρόπο, ολέθρια, καταστρεπτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήχανος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]]), [[πρβλ]]. <i>γλυκυ</i>-<i>μήχανος</i>, <i>πολυ</i>-<i>μήχανος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκομήχᾰνος Medium diacritics: κακομήχανος Low diacritics: κακομήχανος Capitals: ΚΑΚΟΜΗΧΑΝΟΣ
Transliteration A: kakomḗchanos Transliteration B: kakomēchanos Transliteration C: kakomichanos Beta Code: kakomh/xanos

English (LSJ)

Dor. -μάχᾰνος [μᾱ], ον, A mischief-plotting, Il.6.344, Od.16.418; λῃσταί B.17.8; κῶρος Mosch.Fr.3.7; of things, mischievous, baneful, ἔρις Il.9.257. Adv. -νως Phot.Bibl.p.292 B.

German (Pape)

[Seite 1301] Unheil, Böses ersinnend; Il. 6, 344 Od. 16, 418; ἔρις Il. 9, 257; übh. arglistig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κακομήχᾰνος: -ον, Δωρ. κακομάχανος, μηχανώμενος κακά, ἐφευρίσκων τρόπους νὰ βλάψῃ τινά, ἐπιβλαβής, ὀλέθριος, δόλιος, Ἰλ. Ζ. 344, Ὀδ. Π. 418· ἔρις Ἰλ. Ι. 257· λῃσταὶ κακομάχανοι, κακοῦργοι, Βακχυλ. XVII.8, Blass. - Ἐπιρρ. -νως, Φώτ. ἐν Βιβλιοθ. σ. 292, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fabrique d’odieuses machinations ; fourbe.
Étymologie: κακός, μηχανή.

English (Autenrieth)

(μηχανή): contriving evil, malicious, Od. 16.418.

Greek Monolingual

κακομήχανος, -ον (AM, Α δωρ. τ. κακομάχανος, -ον)
1. αυτός που επινοήθηκε κακοήθως, πανούργος, δόλιος
2. ολέθριος, καταστρεπτικόςκακομήχανος ἔρις», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
κακομηχάνως (Μ)
με κακομήχανο, πανούργο τρόπο, ολέθρια, καταστρεπτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μήχανος (< μηχανή), πρβλ. γλυκυ-μήχανος, πολυ-μήχανος].

Greek Monotonic

κᾰκομήχᾰνος: Δωρ. κακομάχ-, -ον (μηχανή), αυτός που μηχανεύεται, σχεδιάζει κακά, κακοποιός, βλαβερός, επιζήμιος, θανάσιμος, ολέθριος, καταστρεπτικός, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκομήχᾰνος: злокозненный, приносящий несчастье, несущий беды (Ἑλένη, ἔρις Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακομήχανος -ον, Dor. κακομάχανος [κακός, μηχανή] onheil stichtend.

Middle Liddell

μηχανή
mischief plotting, mischievous, baneful, Hom.