κυανοπώγων: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαύρη [[γενειάδα]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Λανδρύ, του Γάλλου δολοφόνου, ο [[οποίος]] παντρευόταν τα θύματά του, τά δολοφονούσε και τά εξαφάνιζε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[πώγων]] «[[γενειάδα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τραγο</i>-[[πώγων]]). Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>barbe</i>-<i>bleu</i><br />μαρτυρείται από το 1883 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαύρη [[γενειάδα]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Λανδρύ, του Γάλλου δολοφόνου, ο [[οποίος]] παντρευόταν τα θύματά του, τά δολοφονούσε και τά εξαφάνιζε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[πώγων]] «[[γενειάδα]]» ([[πρβλ]]. <i>τραγο</i>-[[πώγων]]). Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>barbe</i>-<i>bleu</i><br />μαρτυρείται από το 1883 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
}}
}}

Revision as of 14:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που έχει μαύρη γενειάδα
2. προσωνυμία του Λανδρύ, του Γάλλου δολοφόνου, ο οποίος παντρευόταν τα θύματά του, τά δολοφονούσε και τά εξαφάνιζε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. τραγο-πώγων). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. barbe-bleu
μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].