λιπόγαμος: Difference between revisions
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λιπόγαμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εγκατέλειψε τους δεσμούς του γάμου, τη συζυγική [[κοίτη]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> (για την Ελένη) <i>ή [[λιπόγαμος]]<br />η [[μοιχαλίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γάμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γάμος]]), | |mltxt=[[λιπόγαμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εγκατέλειψε τους δεσμούς του γάμου, τη συζυγική [[κοίτη]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> (για την Ελένη) <i>ή [[λιπόγαμος]]<br />η [[μοιχαλίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γάμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γάμος]]), [[πρβλ]]. <i>πικρό</i>-<i>γαμος</i>, <i>φιλό</i>-<i>γαμος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:30, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A having abandoned her marriage ties, ἡ λιπόγαμος the adulteress, of Helen, E.Or.1305 (lyr.); cf. λιπεσάνωρ.
German (Pape)
[Seite 51] die Ehe verlassend, Eur. Or. 1305.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπόγᾰμος: -ον, ἡ καταλιποῦσα τοὺς δεσμοὺς τοῦ γάμου, ἡ λ., ἡ μοιχαλίς, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, Εὐρ. Ὀρ. 1305· πρβλ. λιπεσήνωρ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui abandonne son époux.
Étymologie: λείπω, γάμος.
Greek Monolingual
λιπόγαμος, -ον (Α)
1. αυτός που εγκατέλειψε τους δεσμούς του γάμου, τη συζυγική κοίτη
2. το θηλ. ως ουσ. (για την Ελένη) ή λιπόγαμος
η μοιχαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -γάμος (< γάμος), πρβλ. πικρό-γαμος, φιλό-γαμος].
Greek Monotonic
λῐπόγᾰμος: -ον, αυτή που έχει εγκαταλείψει τους δεσμούς του γάμου, λέγεται για την Ελένη, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λῐπόγᾰμος: покидающий супруга, расторгающий брачные узы (sc. Ἑλένη Eur.).
Middle Liddell
λῐπό-γᾰμος, ον
having abandoned her marriage ties, of Helen, Eur.