μεσήρης: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεσήρης]] και ποιητ. τ. [[μεσσήρης]], -ῆρες (Α)<br />αυτός που βρίσκεται στο [[μέσο]], ο [[μέσος]] ή [[μεσαίος]] («[[πρός]]... γαίας μεσσήρεις ἕδρας», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] ( | |mltxt=[[μεσήρης]] και ποιητ. τ. [[μεσσήρης]], -ῆρες (Α)<br />αυτός που βρίσκεται στο [[μέσο]], ο [[μέσος]] ή [[μεσαίος]] («[[πρός]]... γαίας μεσσήρεις ἕδρας», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] ([[πρβλ]]. <i>ποδ</i>-[[ήρης]]). Για τον τ. με δύο -<i>σ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[μέσος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:10, 23 August 2021
English (LSJ)
poet. μεσσ-, ες, A in the middle, midmost, γαίας ἕδρα E.Ion910 (lyr.); Σείριος ἔτι μ. is still in mid-heaven, Id.IA8 (anap.); μ. παντὸς Ὀλύμπου Eratosth.16.1.
German (Pape)
[Seite 137] ες, poet. μεσσήρης, in der Mitte stehend, mitten, Σείριος ἔτι μεσσήρης Eur. I. A. 8, γαίας μεσσήρεις ἕδρας Ion 910, sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
μεσήρης: ποιητ. μεσσ-, ες, ὁ ἐν τῷ μέσῳ, μέσος, Εὐρ. Ἴων 910· Σείριος ἔτι μ., εἶναι εἰσέτι ἐν τῷ μεσουρανήματι, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 8.
French (Bailly abrégé)
poét. μεσσήρης;
ης, ες :
placé litt. ajusté au milieu.
Étymologie: μέσος, ἄρω.
Greek Monolingual
μεσήρης και ποιητ. τ. μεσσήρης, -ῆρες (Α)
αυτός που βρίσκεται στο μέσο, ο μέσος ή μεσαίος («πρός... γαίας μεσσήρεις ἕδρας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. -ήρης (πρβλ. ποδ-ήρης). Για τον τ. με δύο -σ- βλ. λ. μέσος.
Greek Monotonic
μεσήρης: (*ἄρω), ποιητ. μεσσ-, - ες, στο μέσον, αυτός που βρίσκεται στη μέση, σε Ευρ.· Σείριος ἔτι μεσήρης, ο Σείριος βρίσκεται ακόμη στο μέσο του ουρανού, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
μεσήρης: поэт. μεσσήρης 2 находящийся в середине (γαίας ἕδραι Eur.): Σείριος ἔτι μ. Eur. Сириус находится еще в середине своего пути.
Middle Liddell
[*ἄρω]
in the middle, midmost, Eur.; Σείριος ἔτι μ. Sirius is still in mid-heaven, Eur.