ψωμός: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[μπουκιά]] ψωμιού<br /><b>2.</b> (κατ επέκτ.) μικρή [[ποσότητα]] ενός πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μπουκιά]] φαγητού<br /><b>2.</b> (γενικά) [[άρτος]], [[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>ψη</i> του <i>ψήω</i>. / <i>ψῆν</i> «[[τρίβω]]», με έρρινο [[επίθημα]] -<i>μός</i>. Η λ. με αρχική σημ. «[[μπουκιά]] ψωμιού» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον άρτο (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψωμί]])].
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[μπουκιά]] ψωμιού<br /><b>2.</b> (κατ επέκτ.) μικρή [[ποσότητα]] ενός πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μπουκιά]] φαγητού<br /><b>2.</b> (γενικά) [[άρτος]], [[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>ψη</i> του <i>ψήω</i>. / <i>ψῆν</i> «[[τρίβω]]», με έρρινο [[επίθημα]] -<i>μός</i>. Η λ. με αρχική σημ. «[[μπουκιά]] ψωμιού» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον άρτο ([[πρβλ]]. [[ψωμί]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψωμός Medium diacritics: ψωμός Low diacritics: ψωμός Capitals: ΨΩΜΟΣ
Transliteration A: psōmós Transliteration B: psōmos Transliteration C: psomos Beta Code: ywmo/s

English (LSJ)

ὁ, (ψώω) A morsel, bit, ψωμοὶ ἀνδρόμεοι gobbets of man's flesh, Od.9.374, cf. Amips.19.2 (anap.), X.Mem.3.14.5, Pericles ap. Arist. Rh.1407a2, Plb.30.26.6; ψ. ἄρτου LXXJd.19.5, al. (ψ. alone, Ru.2.14).

German (Pape)

[Seite 1406] ὁ, Bissen, Brocken, Mundvoll, ein kleines Stück, bes. von Fleisch, Brot; ἀνδρόμεοι, Bissen Menschenfleisch, Od. 9, 374; einzeln in Prosa, wie Xen. Mem. 3, 14, 5. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ψωμός: -οῦ, ὁ, (ψώω) τεμάχιον, κομμάτιον ἄρτου, βλωμός, «βοῦκα» ἢ ἁπλῶς τεμάχιον τροφῆς, ψωμοὶ ἀνδρόμεοι, τεμάχια σαρκὸς ἀνθρωπίνης, Ὀδ. Ι. 374, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου sanies ac frusta· ἄλλον δέ ποτε τῶν συνδείπνων ἰδὼν ἐπὶ τῷ ἑνὶ ψωμῷ πλειόνων ὄψων γευόμενον.. ἔφη Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 5· ἐοικέναι αὐτοὺς τοῖς παιδίοις, ἃ τὸν ψωμὸν δέχεται μέν, κλαίοντα δὲ Ἀριστ. Ρητ. 3. 4, 3. - Κατὰ Σουΐδ. «ψωμός, ὁ ἄρτος». - Καθ’ Ἡσύχ.: «ψωμοί· μέρη».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
petit morceau, bouchée de pain ou de viande.
Étymologie: ψάω.

English (Autenrieth)

(ψάω): morsel, gobbet, pl., Od. 9.374†.

Spanish

bocado, trozo de comida

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
1. μπουκιά ψωμιού
2. (κατ επέκτ.) μικρή ποσότητα ενός πράγματος
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) μπουκιά φαγητού
2. (γενικά) άρτος, ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ψη του ψήω. / ψῆν «τρίβω», με έρρινο επίθημα -μός. Η λ. με αρχική σημ. «μπουκιά ψωμιού» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον άρτο (πρβλ. ψωμί)].

Greek Monotonic

ψωμός: -οῦ, ὁ (ψάω), μπουκιά, κομμάτι ψωμιού, τεμάχιο τροφής, ψωμοὶ ἀνδρόμεοι, κομμάτια από ανθρώπινη σάρκα, το του Βιργ., sanies ac frusta, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, στον Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ψωμός: ὁ кусок пищи Hom., Xen., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψωμός -οῦ, ὁ [ψάω] brok eten:. ψωμοὶ ἀνδρόμεοι brokken mensenvlees Od. 9.374.

Middle Liddell

ψωμός, οῦ, ὁ, [ψάω]
a morsel, bit, ψωμοὶ ἀνδρόμεοι gobbets of man's flesh, Virgil's sanies ac frusta, Od.; also in Xen.

English (Woodhouse)

morsel

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)