ἀκρεμών: Difference between revisions
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἀκρεμὼν (-όνος), ο (AM) (A και [[ἀκρέμων]])<br /><b>μσν.</b><br />(για πρόσωπα) [[φύλακας]], [[φρουρός]] ( | |mltxt=ἀκρεμὼν (-όνος), ο (AM) (A και [[ἀκρέμων]])<br /><b>μσν.</b><br />(για πρόσωπα) [[φύλακας]], [[φρουρός]] ([[πρβλ]]. [[ακρίτης]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλαδί]] δέντρου που απολήγει ή διακλαδίζεται σε μικρότερα κλαδιά<br /><b>2.</b> η [[άκρη]] του κλαδιού, [[κλωνάρι]], [[βλαστάρι]]<br /><b>3.</b> (γενικότερα) το [[άκρο]]<br />«κεράων ὰκρεμόνες προτενεῑς» (Οππιανός, Κυν. 2, 303)<br /><b>4.</b> <b>(μτφρ.)</b> «ἀκρεμόνες σοφίας» — εξέχοντες σοφοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προέρχεται από τη βοτανική [[ορολογία]] και σήμαινε αρχικά «το μεγάλο [[κλαδί]]» σε [[αντίθεση]] με τη λ. [[κλάδος]], που σήμαινε γενικά «το [[κλαδί]]». Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με [[ρίζα]] <i>ak</i>, και προήλθε [[πιθανώς]] αναλογικά [[κατά]] το [[πρότυπο]] του [[ἀγρεμών]]. Από τον ίδιο [[τόπο]], με παρετυμολογική [[σύνδεση]] [[προς]] το ρ. [[κρεμάννυμι]], αποσπάστηκε η λ. [[κρεμών]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκρεμονικός]]. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 15:55, 23 August 2021
English (LSJ)
όνος, ὁ (for the accent v. Hdn.Gr.1.33, -έμων in most codd.): (ἄκρος):—A bough, branch, Thphr.HP1.1.9; οἱ ἀ. τῶν κλάδων Ael.NA4.38, cf. Simon.183, E.Cyc.455, Theoc.16.96, A.R.2.1101.
German (Pape)
[Seite 81] όνος, ὁ (so accentuiren Arcad. u. Suid., der ἡγεμών vgl.; gew. ἀκρέμων), Spitze des Astes, Ast (von ἄκρος, nach Theophr. οἱ ἀπὸ τοῦ καυλοῦ ἢ στελέχους σχιζόμενοι, τὸ ἐκ τούτων βλάστημα κλάδος, Zweig), ἐλαίας Eur. Cycl. 454; ἔσχατος Theocr. ep. 1, 6; öfter in Anthol., wo χρύσειοι ἀκρ., goldner Kopfschmuck, Ant. Sid. 34 (Pl. 176); Opp. auch von Hörnern, Cyn. 2, 303.
French (Bailly abrégé)
όνος (ὁ) :
branche, rejeton.
Étymologie: ἄκρος.
Spanish (DGE)
-όνος, ὁ
• Grafía: acent. ἀκρέμων Phys.A 57.2, Opp.C.3.181, tb. frec. cód. pero cf. Hdn.Gr.1.33, tard. graf. ἀκραίμων
1 ramo, retoño, vástago φέροιτο ... βότρυν ... ἀπ' ἀκρεμόνων Simon.125.8D., ἐλαίας E.Cyc.455, cf. Thphr.HP 1.1.9, Theoc.16.96, Ep.1.6, Euph.38A.11, A.R.2.1101, ἀκρεμόνας δὲ χεῖρας ἑὰς ποίησε (Βάκχος) Nonn.D.36.309
•fig. ὁ ἐχῖνος, τὸ πονηρὸν πνεῦμα, ... μὴ ἔχων ... ἀκρέμονα ἐν σοί Phys.l.c., ref. a los téntaculos nuevos que le crecen al pulpo, Opp.l.c.
2 fig. persona destacada Epiph.Const.Haer.68.1.8.
Greek Monolingual
ἀκρεμὼν (-όνος), ο (AM) (A και ἀκρέμων)
μσν.
(για πρόσωπα) φύλακας, φρουρός (πρβλ. ακρίτης)
αρχ.
1. κλαδί δέντρου που απολήγει ή διακλαδίζεται σε μικρότερα κλαδιά
2. η άκρη του κλαδιού, κλωνάρι, βλαστάρι
3. (γενικότερα) το άκρο
«κεράων ὰκρεμόνες προτενεῑς» (Οππιανός, Κυν. 2, 303)
4. (μτφρ.) «ἀκρεμόνες σοφίας» — εξέχοντες σοφοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από τη βοτανική ορολογία και σήμαινε αρχικά «το μεγάλο κλαδί» σε αντίθεση με τη λ. κλάδος, που σήμαινε γενικά «το κλαδί». Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με ρίζα ak, και προήλθε πιθανώς αναλογικά κατά το πρότυπο του ἀγρεμών. Από τον ίδιο τόπο, με παρετυμολογική σύνδεση προς το ρ. κρεμάννυμι, αποσπάστηκε η λ. κρεμών.
ΠΑΡ. ἀκρεμονικός. Βλ. και λήμμα ακ-].
Russian (Dvoretsky)
ἀκρεμών: όνος ὁ
1) сук Arst.;
2) ветвь, ветка Eur., Theocr.
Frisk Etymological English
-όνος
Grammatical information: m.
Meaning: bough, branch (Simon.); on the meaning Strömberg Theophrastea 141f., 54f.
Other forms: accent after Hdn. Gr. 1, 33; mss. mostly -έμων
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The old etymology with ἄκρος is improbable, the formation unclear (Chantr. Form. 172f.). That κρεμών (Eratosth.) would be due to κρεμάννυμι is most improbable. It is, like the etymology, a desperate attempt to reduce the word to known elements. Fur. 115 adduces ἀγρεμών κάμαξ (`pole, shaft'), λαμπάς, δόρυ H. These facts show that it is a substr. word.
Frisk Etymology German
ἀκρεμών: -όνος (Akzent nach Hdn. Gr. 1, 33; Hss. gew. -έμων)
{akremṓn}
Grammar: m.
Meaning: Ast, Zweig, zur Bedeutung Strömberg Theophrastea 141f., 54f. (Simon., E., Thphr. usw.).
Derivative: Davon ἀκρεμονικὴ (ἀπόφυσις) Thphr., vgl. Strömberg 98 A. 1.
Etymology : Seit Benfey zu ἄκρος gezogen; zur Bildung Brugmann Grundriß2 2 : 1, 241, Schwyzer 522, Chantraine Formation 172f. Die apokopierte Form κρεμών (Eratosth.) kann durch Anschluß an κρεμάννυμι veranlaßt sein.
Page 1,58