ἠπειρογενής: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠπειρογενής]], -ές (Α)<br />ο [[κάτοικος]] μεσογειακής, ηπειρωτικής περιοχής σε [[αντίθεση]] με τον νησιώτη και τον κάτοικο παραθαλάσσιας περιοχής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπειρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γη</i>-<i>γενής</i>, <i>ομο</i>-<i>γενής</i>)].
|mltxt=[[ἠπειρογενής]], -ές (Α)<br />ο [[κάτοικος]] μεσογειακής, ηπειρωτικής περιοχής σε [[αντίθεση]] με τον νησιώτη και τον κάτοικο παραθαλάσσιας περιοχής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπειρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]] ([[πρβλ]]. <i>γη</i>-<i>γενής</i>, <i>ομο</i>-<i>γενής</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπειρογενής Medium diacritics: ἠπειρογενής Low diacritics: ηπειρογενής Capitals: ΗΠΕΙΡΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: ēpeirogenḗs Transliteration B: ēpeirogenēs Transliteration C: ipeirogenis Beta Code: h)peirogenh/s

English (LSJ)

ές, (γενέσθαι) A born or living in the mainland, ἔθνος, of the Lydians and Ionians, A.Pers.42.

German (Pape)

[Seite 1173] ές, auf dem Festlande geboren; so heißen die Perser Aesch. Pers. 42.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπειρογενής: -ές, (γενέσθαι) γεγεννημένος ἢ ζῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἐπὶ τῆς ἠπείρου, ἠπειρώτης, περὶ τῶν Περσῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 42, ἴδε Blomf. Gloss. καὶ πρβλ. ἤπειρος ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né sur la terre ferme.
Étymologie: ἤπειρος, γίγνομαι.

Greek Monolingual

ἠπειρογενής, -ές (Α)
ο κάτοικος μεσογειακής, ηπειρωτικής περιοχής σε αντίθεση με τον νησιώτη και τον κάτοικο παραθαλάσσιας περιοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπειρος + -γενής < γένος (πρβλ. γη-γενής, ομο-γενής)].

Greek Monotonic

ἠπειρογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε ή ζει στην ξηρά, που διαβιεί στην ήπειρο, ο ηπειρώτης, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἠπειρογενής: населяющий материк, т. е. Азию (ἔθνος Aesch.).

Middle Liddell

ἠπειρο-γενής, ές γίγνομαι
born or living in the mainland, Aesch.