ἰχθυηρός: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰχθυηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] να δεχθεί ψάρια<br /><b>2.</b> [[ρυπαρός]], [[δυσώδης]]<br /><b>3.</b> αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια («ἰχθυηρὸν [[ἔλαιον]]» Φίλ.)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἰχθυηρά</i><br /><b>πάπ.</b> [[φόρος]] στα αλιευόμενα ψάρια<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἰχθυηρός]] [[ζωμός]]» — [[ψαρόσουπα]]<br />β) «[[πύλη]] ἡ ἰχθυηρά» — [[πύλη]] στην οποία πωλούνται ψάρια, [[ψαραγορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λυπ</i>-<i>ηρός</i>, <i>οδυν</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=[[ἰχθυηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] να δεχθεί ψάρια<br /><b>2.</b> [[ρυπαρός]], [[δυσώδης]]<br /><b>3.</b> αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια («ἰχθυηρὸν [[ἔλαιον]]» Φίλ.)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἰχθυηρά</i><br /><b>πάπ.</b> [[φόρος]] στα αλιευόμενα ψάρια<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἰχθυηρός]] [[ζωμός]]» — [[ψαρόσουπα]]<br />β) «[[πύλη]] ἡ ἰχθυηρά» — [[πύλη]] στην οποία πωλούνται ψάρια, [[ψαραγορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. <i>λυπ</i>-<i>ηρός</i>, <i>οδυν</i>-<i>ηρός</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠηρός Medium diacritics: ἰχθυηρός Low diacritics: ιχθυηρός Capitals: ΙΧΘΥΗΡΟΣ
Transliteration A: ichthyērós Transliteration B: ichthyēros Transliteration C: ichthyiros Beta Code: i)xquhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (ἰχθῦς) A fishy, scaly, i.e. foul, dirty, πινακίσκοι Ar.Pl.814,Fr.532; ἔλαιον Ph. Bel.90.19; ζωμός Luc.Lex.5; οὐκ ἔστιν ἰχθυηρόν nothing of the fish kind, Diph.32.21; ἡ πύλη ἡ ἰ. the fish-gate, LXXNe.3.3:—Subst., ἰχθῠηρά, ἡ, tax on fish, UPZ110.98 (ii B.C.), PFay.42 (a) v 2 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1275] die Fische betreffend; πινακίσκος, Fischschüssel, Fischbrett, Ar. Plut. 814; σπυρίς Poll. 6, 94; ζωμός Luc. Lex. 5; vgl. ἰχθυάριον.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυηρός: ά, ον, (ἰχθὺς) κατάλληλος, ἐπιτήδειος εἰς ὑποδοχὴν ἰχθύων, τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς σαπρούς τοὺς ἰχθυηρούς ἀργυροῦς πάρεσθ’ ὁρᾶν Ἀριστοφ. Πλ. 813, Ἀποσπ. 449 (Πολυδ. Ι΄, 82)· ζωμός, «ψαρόσουπα», Λουκ. Λεξιφ. 5· οὐκ ἔστιν ἰχθυηρὸν ὑπὸ σοῦ μεταλαβεῖν, δὲν ἠμποροῦμεν νἀγοράσωμεν τίποτε ἀπὸ ψαρικὴ ἕνεκα σοῦ, (διότι ὅλα σὺ τὰ ἀγοράζεις), Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ»1. 21· - τὴν πύλην τὴν ἰχθυηράν, τὴν ἰχθυϊκήν, δηλ. ἔνθα ἦν ἡ τῶν ἰχθύων ἀγορά, Ἑβδ. (Νεεμ. Γ΄, 3).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
de poisson.
Étymologie: ἰχθύς.

Greek Monolingual

ἰχθυηρός, -ά, -όν (Α)
1. κατάλληλος να δεχθεί ψάρια
2. ρυπαρός, δυσώδης
3. αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια («ἰχθυηρὸν ἔλαιον» Φίλ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰχθυηρά
πάπ. φόρος στα αλιευόμενα ψάρια
5. φρ. α) «ἰχθυηρός ζωμός» — ψαρόσουπα
β) «πύλη ἡ ἰχθυηρά» — πύλη στην οποία πωλούνται ψάρια, ψαραγορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + επίθημα -ηρός (πρβλ. λυπ-ηρός, οδυν-ηρός)].

Greek Monotonic

ἰχθυηρός: -ά, -όν (ἰχθύς), κατάλληλος για υποδοχή ψαριών, δηλ. βρώμικος, ακάθαρτος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἰχθυηρός:
1) рыбный, предназначенный для рыб (πινακίσκος Arph.);
2) рыбный, приготовленный из рыбы (ζωμός Luc.).

Middle Liddell

ἰχθυηρός, ἰχθύς
fishy, scaly, i. e. foul, dirty, Ar.