ἱμονιά: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱμονιά]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> το [[σχοινί]] με το οποίο τραβούν τον κουβά από το [[πηγάδι]]<br /><b>2.</b> [[μήκος]] σχοινιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> (<b>βλ.</b> [[ιμάντας]]), προέρχεται πιθ. από <i>ἵμων</i> ( | |mltxt=[[ἱμονιά]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> το [[σχοινί]] με το οποίο τραβούν τον κουβά από το [[πηγάδι]]<br /><b>2.</b> [[μήκος]] σχοινιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> (<b>βλ.</b> [[ιμάντας]]), προέρχεται πιθ. από <i>ἵμων</i> ([[πρβλ]]. αρχ. σαξων. <i>sĩmo</i> «[[κορδόνι]]», αρχ. ινδ. <i>sĭman</i>- «όριο» και ελλ. [[ιμανήθρη]]), σχηματισμένο με έρρινο [[επίθημα]] (-<i>νιά</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:16, 23 August 2021
English (LSJ)
[prob. ῑ, cf. An.Ox.1.217], ἡ, (ἱμάς) A well-rope, Alex.174.9, Apollod.Gel.1 (pl.), Ph.2.89 (pl.), Luc.Icar.7, JConf.8, Hsch.; ἱμονιάν (abs.) a rope's length, i.e. as long as a bucket takes to go down and come up a well, Ar.Ec.351.
German (Pape)
[Seite 1253] ἡ, = ἱμητήριον, nach Schol. Ar. Ran. 1297 τὸ τῶν ἀντλημάτων σχοινίον, das gewöhnlich in den Brunnen hinabhängt, vgl. Ath. III, 125 a IV, 170 c; komisch ἱμονιάν τιν' ἀποπατεῖς Ar. Eccl. 351.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
corde de puits.
Étymologie: ἱμάω.
Greek Monolingual
ἱμονιά, ἡ (ΑΜ)
1. το σχοινί με το οποίο τραβούν τον κουβά από το πηγάδι
2. μήκος σχοινιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, -άντος (βλ. ιμάντας), προέρχεται πιθ. από ἵμων (πρβλ. αρχ. σαξων. sĩmo «κορδόνι», αρχ. ινδ. sĭman- «όριο» και ελλ. ιμανήθρη), σχηματισμένο με έρρινο επίθημα (-νιά)].
Greek Monotonic
ἱμονιά: [ῐ], ἡ (ἱμάς), σχοινί για άντληση νερού από πηγάδι, για γεώτρηση, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἱμονιά: (ῐμ) ἡ веревка (колодезная), длинный канат (шутл. перен. у Arph.).
Frisk Etymological English
Meaning: well-rope
See also: s. ἱμάς.
Middle Liddell
ἱ˘μονιά, ἡ, ἱμάς
the rope of a draw-well, Ar.
Frisk Etymology German
ἱμονιά: {himoniá}
Meaning: Brunnenseil
See also: s. zu ἱμάς.
Page 1,726