ζωάγριος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζωάγριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σώζει τη ζωή κάποιου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ζωαγρίους χάριτας [[ὀφλισκάνω]]» — [[οφείλω]] [[ευγνωμοσύνη]] για τη [[σωτηρία]] της ζωής μου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ζωάγριον]]<br />η [[θυσία]] που προσφέρεται για τη [[σωτηρία]] κάποιου<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά [[ζωαγρία]] και [[ζώγρια]]<br />α) [[αμοιβή]], [[λύτρα]] για τη [[σωτηρία]] της ζωής κάποιου<br />β) θυσίες που προσφέρονταν στον Ασκληπιό ή άλλους θεούς για τη [[διάσωση]] από μιαν [[ασθένεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αρχ. τ. [[είναι]] [[ζωάγρια]], που [[είναι]] σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη [[φράση]] <i>ζωόν αγρείν</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ια</i>- ([[πρβλ]]. <i>ανδρ</i>-<i>άγρια</i>, <i>μοιχ</i>-<i>άγρια</i>). Από τον τ. [[ζωάγρια]] σχηματίστηκε το μετονοματικό ρ. [[ζωγρώ]], το οποίο στον Όμηρο απαντά μόνο στον ενεστ., ενώ στην ιων.-αττ. απαντά και στον αόριστο (<i>εζώγρησα</i>, <i>εζωγρήθην</i>). Τα ουσ. [[ζωγρία]] και [[ζωγρείον]] [[είναι]] παράγωγα μεταρρηματικά του [[ζωγρώ]]].
|mltxt=[[ζωάγριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σώζει τη ζωή κάποιου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ζωαγρίους χάριτας [[ὀφλισκάνω]]» — [[οφείλω]] [[ευγνωμοσύνη]] για τη [[σωτηρία]] της ζωής μου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ζωάγριον]]<br />η [[θυσία]] που προσφέρεται για τη [[σωτηρία]] κάποιου<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά [[ζωαγρία]] και [[ζώγρια]]<br />α) [[αμοιβή]], [[λύτρα]] για τη [[σωτηρία]] της ζωής κάποιου<br />β) θυσίες που προσφέρονταν στον Ασκληπιό ή άλλους θεούς για τη [[διάσωση]] από μιαν [[ασθένεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αρχ. τ. [[είναι]] [[ζωάγρια]], που [[είναι]] σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη [[φράση]] <i>ζωόν αγρείν</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ια</i>- ([[πρβλ]]. [[ανδράγρια]], [[μοιχάγρια]]). Από τον τ. [[ζωάγρια]] σχηματίστηκε το μετονοματικό ρ. [[ζωγρώ]], το οποίο στον Όμηρο απαντά μόνο στον ενεστ., ενώ στην ιων.-αττ. απαντά και στον αόριστο (<i>εζώγρησα</i>, <i>εζωγρήθην</i>). Τα ουσ. [[ζωγρία]] και [[ζωγρείον]] [[είναι]] παράγωγα μεταρρηματικά του [[ζωγρώ]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:45, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1142] ζωαγρίους χάριτας ὀφλήσεις Bahr. 50, 15, = ζωάγρια.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne la vie sauve :
1 subst. τὰ ζωάγρια rançon de la vie (payée au vainqueur qui laisse la vie sauve ou à celui qui sauve la vie) : ζωάγρια τίνειν IL acquitter une rançon en échange de la vie sauve ; ζωάγρια δῶρα HDT présents au vainqueur qui laisse la vie sauve ou à celui qui sauve la vie ; ζωάγρια ὀφέλλειν OD être redevable d’une rançon pour la vie sauve ; ἀποθύειν ÉL offrir un sacrifice pour obtenir ou avoir obtenu la vie sauve;
2 adj. offert pour la vie sauve : ζωάγριοι χάριτες BABR actions de grâce pour la vie sauve.
Étymologie: ζωός, ἀγρεύω.

Greek Monolingual

ζωάγριος, -ον (Α)
1. αυτός που σώζει τη ζωή κάποιου
2. φρ. «ζωαγρίους χάριτας ὀφλισκάνω» — οφείλω ευγνωμοσύνη για τη σωτηρία της ζωής μου
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζωάγριον
η θυσία που προσφέρεται για τη σωτηρία κάποιου
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ζωαγρία και ζώγρια
α) αμοιβή, λύτρα για τη σωτηρία της ζωής κάποιου
β) θυσίες που προσφέρονταν στον Ασκληπιό ή άλλους θεούς για τη διάσωση από μιαν ασθένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. είναι ζωάγρια, που είναι σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φράση ζωόν αγρείν + επίθημα -ια- (πρβλ. ανδράγρια, μοιχάγρια). Από τον τ. ζωάγρια σχηματίστηκε το μετονοματικό ρ. ζωγρώ, το οποίο στον Όμηρο απαντά μόνο στον ενεστ., ενώ στην ιων.-αττ. απαντά και στον αόριστο (εζώγρησα, εζωγρήθην). Τα ουσ. ζωγρία και ζωγρείον είναι παράγωγα μεταρρηματικά του ζωγρώ].

Greek Monotonic

ζωάγριος: -α, -ον, αυτός που καταβάλλεται ως αμοιβή για τη διάσωση της ζωής κάποιου, σε Βάβρ.· βλ. το προηγ.

Russian (Dvoretsky)

ζωάγριος: касающийся спасения жизни (ζωαγρίους χάριτας ὀφλεῖν τινι Babr.).

Middle Liddell

ζω-άγριος, η, ον
for saving life, Babr.: v. ζω-άγρια.