καταγγελεύς: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταγγελεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />αυτός που αναγγέλλει, που γνωστοποιεί [[κάτι]] («ξένων δαιμόνων δοκεῑ καταγγελεὺς [[εἶναι]]», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αγγελεύς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγγελος]]), [[πρβλ]]. <i>εισ</i>-<i>αγγελεύς</i>, <i>υπ</i>-<i>αγγελεύς</i>].
|mltxt=[[καταγγελεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />αυτός που αναγγέλλει, που γνωστοποιεί [[κάτι]] («ξένων δαιμόνων δοκεῑ καταγγελεὺς [[εἶναι]]», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αγγελεύς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγγελος]]), [[πρβλ]]. [[εισαγγελεύς]], [[υπαγγελεύς]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγγελεύς Medium diacritics: καταγγελεύς Low diacritics: καταγγελεύς Capitals: ΚΑΤΑΓΓΕΛΕΥΣ
Transliteration A: katangeleús Transliteration B: katangeleus Transliteration C: kataggeleys Beta Code: kataggeleu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A one who proclaims, herald, ἀγώνων IG12(2).58a10 (Mytilene, i B.C.), cf. BSA26.163 (Sparta, ii A.D.); ξένων δαιμονίων Act.Ap.17.18.

German (Pape)

[Seite 1341] ὁ, der da meldet, verkündigt, ξένων δαιμονίων N. T.

Greek (Liddell-Scott)

καταγγελεύς: έως, ὁ, = κατάγγελος, Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 18.

English (Strong)

from καταγγέλλω; a proclaimer: setter forth.

English (Thayer)

καταγγελεως, ὁ (καταγγέλλω, which see), "announcer (Vulg. annuntiator), proclaimer: with the genitive of the object, Acts 17:18. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

καταγγελεύς, -έως, ὁ (Α)
αυτός που αναγγέλλει, που γνωστοποιεί κάτι («ξένων δαιμόνων δοκεῑ καταγγελεὺς εἶναι», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αγγελεύς (< ἄγγελος), πρβλ. εισαγγελεύς, υπαγγελεύς].

Greek Monotonic

καταγγελεύς: -έως, ὁ, = κατάγγελος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

καταγγελεύς: έως ὁ провозвестник (ξένων δαιμονίων NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταγγελεύς -έως, ὁ [καταγγέλλω] boodschapper.

Middle Liddell

καταγγελεύς, έως, = κατάγγελος, NTest.]

Chinese

原文音譯:kataggeleÚj 卡特-昂給留士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-信息者
字義溯源:宣佈者,宣講者,傳說,傳講;源自(καταγγέλλω)=宣佈);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἄγγελος)=使者)組成;其中 (ἄγγελος)出自(ἀγγελία)X*=帶來消息)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 傳講(1) 徒17:18