κραταίπεδος: Difference between revisions
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κραταίπεδος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σκληρό [[δάπεδο]], σκληρό [[έδαφος]] («κραταίπεδον [[οὖδας]]» — λιθόστρωτο [[έδαφος]], Σχόλ. <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]] «[[πεδιάδα]], [[έδαφος]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κραταίπεδος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σκληρό [[δάπεδο]], σκληρό [[έδαφος]] («κραταίπεδον [[οὖδας]]» — λιθόστρωτο [[έδαφος]], Σχόλ. <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]] «[[πεδιάδα]], [[έδαφος]]»), [[πρβλ]]. [[υψίπεδος]], [[χαλκόπεδος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:40, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A with hard ground or soil, οὖδας Od.23.46.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰταίπεδος: -ον, ἔχων τραχύ, σκληρὸν ἔδαφος, κραταίπεδον οὖδας, «λιθόστρωτον ἔδαφος» (Σχόλ), Ὀδ. Ψ. 46.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au sol ferme.
Étymologie: κραταιός, πέδον.
English (Autenrieth)
(πέδον): with strong (hard) footing or surface, Od. 23.46†.
Greek Monolingual
κραταίπεδος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκληρό δάπεδο, σκληρό έδαφος («κραταίπεδον οὖδας» — λιθόστρωτο έδαφος, Σχόλ. Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -πεδος (< πέδον «πεδιάδα, έδαφος»), πρβλ. υψίπεδος, χαλκόπεδος].
Greek Monotonic
κρᾰταίπεδος: -ον (πέδον), αυτός που έχει σκληρό, τραχύ έδαφος, σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κραταίπεδος -ον [κραταιός, πέδον] met harde grond.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰταίπεδος: с крепким основанием, крепкий (οὖδας Hom.).