μήλειος: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο (Α [[μήλειος]], -ον, θηλ. και -εία)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μηλιά]] ή προέρχεται από [[μηλιά]] («σπέρμασι μηλείοισι», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. <i>κάπν</i>-<i>ειος</i>, <i>σύκ</i>-<i>ειος</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />[[μήλειος]], -ον, θηλ. και -εία (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πρόβατο]] ή προέρχεται από [[πρόβατο]], [[πρόβειος]] («μηλείων [[κρεῶν]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. <i>λύγκ</i>-<i>ειος</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο (Α [[μήλειος]], -ον, θηλ. και -εία)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μηλιά]] ή προέρχεται από [[μηλιά]] («σπέρμασι μηλείοισι», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. [[κάπνειος]], [[σύκειος]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[μήλειος]], -ον, θηλ. και -εία (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πρόβατο]] ή προέρχεται από [[πρόβατο]], [[πρόβειος]] («μηλείων [[κρεῶν]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. <i>λύγκ</i>-<i>ειος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήλειος Medium diacritics: μήλειος Low diacritics: μήλειος Capitals: ΜΗΛΕΙΟΣ
Transliteration A: mḗleios Transliteration B: mēleios Transliteration C: mileios Beta Code: mh/leios

English (LSJ)

ον, also α, ον, (μῆλον A) A of or belonging to a sheep, στέαρ Hp.Nat.Mul.32; κρέα Hdt.1.119; μ. φόνος slaughter of sheep, E.El. 92; γάλα Id.Cyc.218. II (μῆλον B) of the apple, σπέρματα, στύπος, Nic.Al.238, A.R.4.1401.

German (Pape)

[Seite 172] 1) von Schaafen; γάλα, Eur. Cycl. 217; αἷμα μηλείου φόνου, El. 92; τράπεζαι ἐπίπλεαι μηλείων κρεῶν, Her. 1, 119. – 2) vom Apfelbaum; στύπ ος, Stamm des Apfelbaumes, Ap. Rh. 4, 1401; Nic. Al. 238.

Greek (Liddell-Scott)

μήλειος: -ον, καὶ α, ον, (μῆλον Α) ὁ ἀνήκων εἰς πρόβατον, πρόβειος, κρέα Ἡρόδ. 1. 119· μ. φόνος, σφαγὴ προβάτων, Εὐρ. Ἠλ. 92· γάλα ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 218. ΙΙ. (μῆλον Β), καρπὸς ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ μήλου, Νικ. Ἀλ. 238, Ἀπολλ. Ρόδ. Ε. 1401.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de mouton, de brebis.
Étymologie: μῆλον¹.

Greek Monolingual

(I)
-α, -ο (Α μήλειος, -ον, θηλ. και -εία)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηλιά ή προέρχεται από μηλιά («σπέρμασι μηλείοισι», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ειος (πρβλ. κάπνειος, σύκειος)].
(II)
μήλειος, -ον, θηλ. και -εία (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο ή προέρχεται από πρόβατο, πρόβειος («μηλείων κρεῶν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + κατάλ. -ειος (πρβλ. λύγκ-ειος)].

Greek Monotonic

μήλειος: -ον, επίσης -α, -ον (μῆλον Α), αρνίσιος, κρέας, σε Ηρόδ.· μήλειος φόνος, σφαγή αρνιού, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μήλειος: овечий (γάλα Eur.): μήλεια κρέα Her. etc. баранина.

Middle Liddell

μήλειος, ον [μῆλον1]
of a sheep, κρέα Hdt.; μ. φόνος slaughter of sheep, Eur.

English (Woodhouse)

of sheep

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)