μελαμπαγής: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελαμπαγής]], -ές (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[αίμα]]) [[μαύρος]] και [[πηχτός]] («καὶ [[χθονία]] [[κόνις]] πίῃ μελαμπαγὲς [[αἷμα]] φοίνιον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[μαύρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), [[πρβλ]]. <i>γομφο</i>-<i>παγής</i>, <i>δορυ</i>-<i>παγής</i>].
|mltxt=[[μελαμπαγής]], -ές (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[αίμα]]) [[μαύρος]] και [[πηχτός]] («καὶ [[χθονία]] [[κόνις]] πίῃ μελαμπαγὲς [[αἷμα]] φοίνιον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[μαύρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), [[πρβλ]]. [[γομφοπαγής]], [[δορυπαγής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:02, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμπᾱγής Medium diacritics: μελαμπαγής Low diacritics: μελαμπαγής Capitals: ΜΕΛΑΜΠΑΓΗΣ
Transliteration A: melampagḗs Transliteration B: melampagēs Transliteration C: melampagis Beta Code: melampagh/s

English (LSJ)

ές, Dor. for -πηγής, A black-clotted, αἷμα A.Th.737 (lyr.): generally, black, discoloured, [χαλκὸς] μ. πέλει Id.Ag.392 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 118] ές, schwarz geronnen, schwarz und fest, αἷμα φοίνιον Aesch. Spt. 719, τρίβῳ τε καὶ προσβολαῖς πέλει δικαιωθείς Ag. 381.

Greek (Liddell-Scott)

μελαμπᾱγής: -ές, Δωρ. ἀντὶ -πηγής, πεπηγὼς μέλας, πηκτὸς καὶ μέλας, αἷμα Αἰσχύλ. Θήβ. 737· καθόλου μέλας, ἀμαυρός, χαλκὸς μ. πέλει ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 392.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui se fige en noircissant;
2 noir et dur.
Étymologie: μέλας, πήγνυμι.

Greek Monolingual

μελαμπαγής, -ές (Α)
(δωρ. τ.)
1. (κυρίως για αίμα) μαύρος και πηχτός («καὶ χθονία κόνις πίῃ μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον», Αισχύλ.)
2. (γενικά) μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -παγής (< πήγνυμι), πρβλ. γομφοπαγής, δορυπαγής].

Greek Monotonic

μελαμπᾱγής: -ές (πήγνυμι), Δωρ. αντί -πηγής, μαύρος και πηχτός, σε Αισχύλ.· γενικά, μαύρος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μελαμπᾱγής:
1) черный и запекшийся (αἷμα Aesch.);
2) почерневший и твердый (sc. χαλκός Aesch.).

Middle Liddell

μελαμ-πᾱγής, ές [doric for μελαμπηγής,] πήγνυμι
black clotted, Aesch.: generally, discoloured, Aesch.