θολομιγής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θολομιγής]], -ές (Α)<br />ανακατωμένος με πηλό, με [[λάσπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θολός]] <span style="color: red;">+</span> -[[μιγής]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιγ</i>-[[πρβλ]]. <i>ε</i>-<i>μίγ</i>-<i>ην</i> του <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i>), [[πρβλ]]. <i>α</i>-[[μιγής]], <i>αμφι</i>-[[μιγής]], <i>θερμο</i>-[[μιγής]].
|mltxt=[[θολομιγής]], -ές (Α)<br />ανακατωμένος με πηλό, με [[λάσπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θολός]] <span style="color: red;">+</span> -[[μιγής]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιγ</i>-[[πρβλ]]. <i>ε</i>-<i>μίγ</i>-<i>ην</i> του <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i>), [[πρβλ]]. [[αμιγής]], [[αμφιμιγής]], <i>θερμο</i>-[[μιγής]].
}}
}}

Revision as of 07:30, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θολομῐγής Medium diacritics: θολομιγής Low diacritics: θολομιγής Capitals: ΘΟΛΟΜΙΓΗΣ
Transliteration A: tholomigḗs Transliteration B: tholomigēs Transliteration C: tholomigis Beta Code: qolomigh/s

English (LSJ)

ές, A mixed with dirt, Onat. ap. Stob.1.1.39.

German (Pape)

[Seite 1214] ές, mit Schmutz, Schlamm vermischt, σῶμα θνητὸν καὶ θ. Onat. bei Stob. ecl. 1, 3, 38, mss. θολομογές.

Greek (Liddell-Scott)

θολομῐγής: -ές, μεμιγμένος μετὰ πηλοῦ, Ὀνάτ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 98.

Greek Monolingual

θολομιγής, -ές (Α)
ανακατωμένος με πηλό, με λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θολός + -μιγής (< θ. μιγ-πρβλ. ε-μίγ-ην του μ(ε)ίγνυμι), πρβλ. αμιγής, αμφιμιγής, θερμο-μιγής.