καινοπήμων: Difference between revisions
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καινοπήμων]], ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έπαθε [[κάτι]] νέο ή που δυστύχησε πρόσφατα («δμωΐδες δὲ καινοπήμονες», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πήμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πῆμα]], «[[δυστυχία]], [[συμφορά]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[καινοπήμων]], ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έπαθε [[κάτι]] νέο ή που δυστύχησε πρόσφατα («δμωΐδες δὲ καινοπήμονες», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πήμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πῆμα]], «[[δυστυχία]], [[συμφορά]]»), [[πρβλ]]. [[αδικοπήμων]], [[βαρυπήμων]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 07:35, 24 August 2021
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, A new to misery, δμωἴδες ib. 363 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1294] δμωΐδες, Neues, neuerdings duldend, Aesch. Spt. 345.
Greek (Liddell-Scott)
καινοπήμων: -ον, ὁ ἄρτι δυστυχήσας, δμωίδες δὲ καινοπήμονες, «αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 363.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui éprouve une douleur nouvelle, inconnue.
Étymologie: καινός, πῆμα.
Greek Monolingual
καινοπήμων, ό, ἡ (Α)
αυτός που έπαθε κάτι νέο ή που δυστύχησε πρόσφατα («δμωΐδες δὲ καινοπήμονες», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πήμων (< πῆμα, «δυστυχία, συμφορά»), πρβλ. αδικοπήμων, βαρυπήμων.
Greek Monotonic
καινοπήμων: -ον (πῆμα), καινούριος στα βάσανα, νέος στη δυστυχία, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
καινοπήμων: 2, gen. ονος впервые переживающий страдания, испытывающий небывалое горе (δμωϊδες Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καινοπήμων -ον [καινός, πῆμα] die nieuw leed ondergaat.