θεσμοδότης: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[θεσμοδότης]], θηλ. [[θεσμοδότειρα]])<br />αυτός που δίνει θεσμούς, νόμους, ο [[νομοθέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεσμός]] <span style="color: red;">+</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]] ([[πρβλ]]. <i>αρτο</i>-[[δότης]], <i>εργο</i>-[[δότης]], <i>υπνο</i>-[[δότης]])].
|mltxt=ο (ΑΜ [[θεσμοδότης]], θηλ. [[θεσμοδότειρα]])<br />αυτός που δίνει θεσμούς, νόμους, ο [[νομοθέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεσμός]] <span style="color: red;">+</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]] ([[πρβλ]]. [[αρτοδότης]], [[εργοδότης]], <i>υπνο</i>-[[δότης]])].
}}
}}

Revision as of 07:35, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεσμοδότης Medium diacritics: θεσμοδότης Low diacritics: θεσμοδότης Capitals: ΘΕΣΜΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: thesmodótēs Transliteration B: thesmodotēs Transliteration C: thesmodotis Beta Code: qesmodo/ths

English (LSJ)

ὁ, A lawgiver, cj. for -θέτης, Longin.9.9:—fem. θεσμο-δότειρα Orph.Εὐχή 25.

German (Pape)

[Seite 1203] ὁ, Gesetzgeber, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεσμοδότης: ὁ, νομοθέτης, Ἰω. Μαλαλ.· θηλ. -δότειρα, Ὀππ. Ἁλ. 1. 25.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θεσμοδότης, θηλ. θεσμοδότειρα)
αυτός που δίνει θεσμούς, νόμους, ο νομοθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + δότης < δίδωμι (πρβλ. αρτοδότης, εργοδότης, υπνο-δότης)].