οἰνοπότης: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. οινοπότις (Α [[οἰνοπότης]], θηλ. οἰνοπότις, -ιδος)<br />αυτός που ρέπει [[προς]] την [[οινοποσία]], που του αρέσει να πίνει [[κρασί]], [[μέθυσος]], [[μπεκρής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> [[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]]), | |mltxt=ο, θηλ. οινοπότις (Α [[οἰνοπότης]], θηλ. οἰνοπότις, -ιδος)<br />αυτός που ρέπει [[προς]] την [[οινοποσία]], που του αρέσει να πίνει [[κρασί]], [[μέθυσος]], [[μπεκρής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> [[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]]), [[πρβλ]]. [[γαλακτοπότης]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:12, 25 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A wine-bibber, Anacr.97, Call.Epigr.37, Plb. 20.8.2, LXXPr.23.20, Ev.Matt.11.19 :—fem. οἰνόποτ-ις, ιδος, ἡ, Anacr.162, Ar.Th.393 (v. οἰνοπίπης).
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοπότης: -ου, ὁ, ὁ πίνων οἶνον, Ἀνακρ. 98, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 37, Πολύβ. 20. 8, 2 - θηλ. οἰνοπότις, -ιδος, ἡ, Ἀνακρ. 159, Ἀριστοφ. Θεσμ. 393 (ἴδε οἰνοπίπης).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
buveur de vin.
Étymologie: οἶνος, πίνω.
English (Strong)
from οἶνος and a derivative of the alternate of πίνω; a tippler: winebibber.
English (Thayer)
ὀινοποτου, ὁ (οἶνος, and πότης a drinker), a winebibber, given to wine: Polybius 20,8, 2; Anacreon (530 B.C.>) fragment 98; Anthol. 7,28, 2.)
Greek Monolingual
ο, θηλ. οινοπότις (Α οἰνοπότης, θηλ. οἰνοπότις, -ιδος)
αυτός που ρέπει προς την οινοποσία, που του αρέσει να πίνει κρασί, μέθυσος, μπεκρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + πότης (< θ. πο- του πίνω), πρβλ. γαλακτοπότης.
Russian (Dvoretsky)
οἰνοπότης: ου ὁ бражник, пьяница, гуляка Anacr., Polyb., NT.
Chinese
原文音譯:o„nopÒthj 哀挪-坡帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:酒-飲(者)
字義溯源:酒徒,醉漢,好酒的;由(οἶνος)*=酒)與(πίνω)*=飲)組成
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編:
1) 好酒的(1) 路7:34;
2) 好酒(1) 太11:19