ἀμεμφία: Difference between revisions
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
m (Text replacement - "perh." to "perhaps") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amemfia | |Transliteration C=amemfia | ||
|Beta Code=a)memfi/a | |Beta Code=a)memfi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[freedom from blame]], | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[freedom from blame]], διαλλακτῆρι δ' οὐκ ἀμεμφία φίλοις = the [[mediator]] has no [[freedom]] from [[blame]] on the [[part]] of his [[friend]]s, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>909</span>; <b class="b3">ἀμεμφίας χάριν</b> for [[avoidance]] of [[censure]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>283</span>. ([[ἀμεμφεία]] shd. perhaps be written in both passages.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:14, 13 December 2021
English (LSJ)
ἡ, A freedom from blame, διαλλακτῆρι δ' οὐκ ἀμεμφία φίλοις = the mediator has no freedom from blame on the part of his friends, A.Th.909; ἀμεμφίας χάριν for avoidance of censure, S.Fr.283. (ἀμεμφεία shd. perhaps be written in both passages.)
German (Pape)
[Seite 121] ἡ, Unbescholtenheit, Aesch. Spt. 892: διαλλακτῆρι δ' οὐκ ἀμεμφία φίλοις, der Versöhner bleibt nicht ungetadelt von den Freunden, stellt sie nicht zufrieden.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεμφία: ἡ, τὸ μὴ μέμφεσθαι, διαλλακτῆρι δ’ οὐκ ἀμεμφία φίλοις = ὁ διαλλακτὴρ δὲν εἶναι ἀπηλλαγμένος μομφῆς παρὰ τῶν φίλων αὑτοῦ Αἰσχύλ. Θ. 909· ἀμεμφίας χάριν, χάριν ἀποφυγῆς ἐπιπλήξεως, Σοφ. Ἀποσπ. 259. Ὁ Ἕρμαννος ἀναγινώσκει ἀμεμφεία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. ἀμεμφεία LSJ.
Greek Monolingual
ἀμεμφία, η (Α) ἀμεμφής
(διορθώνεται σε ἀμεμφεία)
1. το να είναι κανείς άμεμπτος, άψογος
2. φρ. «ἀμεμφίας χάριν», για να αποφύγει κανείς την επίπληξη.
Greek Monotonic
ἀμεμφία: ἡ, απαλλαγή από κατηγορία, ψόγο, επίκριση, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμεμφία: ἡ v. l. = ἀμεμφεία.
Middle Liddell
[from ἀμεμφής (v. under ἄμεμπτοσ).]
freedom from blame, Aesch., Soph.