ἀνιστόρητος: Difference between revisions

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de cosas [[que no ha sido investigado]] μηδέν Ph.<i>Bel</i>.78.36<br /><b class="num">•</b>[[que no ha sido registrado]] καινὸν οὐδὲν ... κακίας [[εἶδος]] Plu.2.731c, ὀρνέων ... ἰδέας Agatarch.84, cf. 58, τὸ δὲ Τυρταῖον αὐτοὺ[ς] ... προτετιμ[ηκέ] ναι διὰ μουσικὴν ἀνισ[τόρη] τον ἔοικεν εἶναι Phld.<i>Mus</i>.p.28.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[que desconoce]], [[que carece de información]] περὶ τῶν κατὰ τὴν Λιβύην Plb.12.3.2, μετὰ τὴν ἰσχὺν τ[ῶ] ν διατριβῶν ἀνιστόρητοι Phld.<i>Rh</i>.1.188, τούτων Arr.<i>Epict</i>.1.6.23, τῶν τοιούτων D.Chr.12.59.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin conocer]] τῶν φαύλων ... ἀ. ἔχοιμεν somos desconocedores de los que valen poco</i> Plu.<i>Demetr</i>.1.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de cosas [[que no ha sido investigado]] μηδέν Ph.<i>Bel</i>.78.36<br /><b class="num">•</b>[[que no ha sido registrado]] καινὸν οὐδὲν ... κακίας [[εἶδος]] Plu.2.731c, ὀρνέων ... ἰδέας Agatarch.84, cf. 58, τὸ δὲ Τυρταῖον αὐτοὺ[ς] ... προτετιμ[ηκέ] ναι διὰ μουσικὴν ἀνισ[τόρη] τον ἔοικεν εἶναι Phld.<i>Mus</i>.p.28.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[que desconoce]], [[que carece de información]] περὶ τῶν κατὰ τὴν Λιβύην Plb.12.3.2, μετὰ τὴν ἰσχὺν τ[ῶ]ν διατριβῶν ἀνιστόρητοι Phld.<i>Rh</i>.1.188, τούτων Arr.<i>Epict</i>.1.6.23, τῶν τοιούτων D.Chr.12.59.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀνιστορήτως]] = [[sin conocer]] τῶν φαύλων ... ἀ. ἔχοιμεν somos desconocedores de los que valen poco</i> Plu.<i>Demetr</i>.1.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:43, 18 December 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνιστόρητος Medium diacritics: ἀνιστόρητος Low diacritics: ανιστόρητος Capitals: ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: anistórētos Transliteration B: anistorētos Transliteration C: anistoritos Beta Code: a)nisto/rhtos

English (LSJ)

ον,
A ignorant of history, uninformed, περί τινος Plb.12.3.2; τινός Phld.Rh.1.188S., Arr.Epict.1.6.23, cf. D. Chr.12.59. Adv. ἀνιστορήτως = uninformedly, ἀνιστορήτως ἔχειν τινός = be uninformed of something Plu.Demetr.1.
II uninvestigated, Ph.Bel.78.36; unrecorded, Phld.Mus.p.28K., Plu.2.731c; χώρα, ἰδέαι ὀρνέων, Agatharch.58,84.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιστόρητος: -ον, ὁ ἀγνοῶν τὴν ἱστορίαν, ἀμαθής, ἀπαίδευτος, μή γνωρίζων, ἀνιστόρητος περὶ τῶν κατὰ τὴν Λιβύην Πολύβ. 12. 3, 2· ἀθέατοι τῶν τοιούτων καὶ ἀνιστόρητοι Δ. Χρυσ. λόγ. 12, τόμ. 1, σ. 404: - Ἐπίρρ., ἀνιστορήτως ἔχειν τινὸς Πλουτ. Δημήτρ. 1. ΙΙ. μὴ μνημονευόμενος ἐν τῇ ἱστορίᾳ, ἄγνωστος, ὁ αὐτ. 2. 731C, 733Β, Ἀγαθαρχίδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 453. 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non renseigné sur, gén. ou περί τινος sur qch;
2 non mentionné dans l’histoire, inconnu.
Étymologie: ἀ, ἱστορέω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de cosas que no ha sido investigado μηδέν Ph.Bel.78.36
que no ha sido registrado καινὸν οὐδὲν ... κακίας εἶδος Plu.2.731c, ὀρνέων ... ἰδέας Agatarch.84, cf. 58, τὸ δὲ Τυρταῖον αὐτοὺ[ς] ... προτετιμ[ηκέ] ναι διὰ μουσικὴν ἀνισ[τόρη] τον ἔοικεν εἶναι Phld.Mus.p.28.
2 de pers. que desconoce, que carece de información περὶ τῶν κατὰ τὴν Λιβύην Plb.12.3.2, μετὰ τὴν ἰσχὺν τ[ῶ]ν διατριβῶν ἀνιστόρητοι Phld.Rh.1.188, τούτων Arr.Epict.1.6.23, τῶν τοιούτων D.Chr.12.59.
II adv. ἀνιστορήτως = sin conocer τῶν φαύλων ... ἀ. ἔχοιμεν somos desconocedores de los que valen poco Plu.Demetr.1.

Greek Monolingual

κ. ανιστόριστος, -η, -ο (AM ἀνιστόρητος, -ον)
1. αυτός που αγνοεί την ιστορία, ο ιστορικά αμόρφωτος
2. αυτός που δεν αναφέρεται από την ιστορία, αμνημόνευτος, ακατάγραφος, άγνωστος
νεοελλ.
1. αμόρφωτος, αγράμματος
2. αυτός που δεν μπορεί να περιγραφεί («λαχτάρες ανιστόριστες», «Εσύ με τ' ανιστόριστα τα κάλλη» (Κ. Παλαμάς)
μσν.
(για εκκλησίες) ο μη ζωγραφισμένος, ο δίχως εικόνες, αζωγράφητος
αρχ.
απληροφόρητος για κάτι.

Greek Monotonic

ἀνιστόρητος: -ον (ἀν- στερητικό ἱστορέω), αδαής περί της ιστορίας, ανιστόρητος· επίρρ. ἀνιστορήτως ἔχειν τινός, είμαι ανενημέρωτος σχετικά με ένα ζήτημα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνιστόρητος:
1) неосведомленный, незнакомый (περί τινος Polyb.);
2) не упомянутый (в летописях), неизвестный (τοῖς παλαιοῖς Plut.).

Middle Liddell

privat.,., ἱστορέω
ignorant of history:— adv., ἀνιστορήτως ἔχειν τινός to be uninformed about a thing, Plut.