μελεδών: Difference between revisions
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ῶνος ([[μέλω]]) = [[μελέδημα]], Od. 19.517† (v. l. μελεδῶναι). | |auten=ῶνος ([[μέλω]]) = [[μελέδημα]], Od. 19.517† ([[varia lectio|v.l.]] μελεδῶναι). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:45, 9 January 2022
English (LSJ)
ῶνος, ἡ, A = μελεδώνη 11, Aret.SD1.6, Dioscorus in PLit.Lond.98 ii 20. II in plural, = μελεδώνη 1 (q. v.), cj. in Hsch.; τῇσι μελεδώνεσι sufferings of a patient, Aret.SD2.4 (-δόσεσι codd., -δόσι Hude).
German (Pape)
[Seite 121] ῶνος, ἡ, = μελεδώνη, μελεδῶνας, Sorge, H. h. Apoll. 532; Theogn. 883; μελεδῶνες, Phanocl. 1, 5 bei Stob. fl. 64, 14; Hesych. erkl. φροντίδες. Vgl. auch μεληδών. Hierher gehört auch die verderbte Glosse bei Greg. Cor. 558 μελεδανθέων ἀντὶ τοῦ μεριμνῶν, θεραπειῶν. – Nach Hesych. auch ὁ, = Folgdm, φροντιστής, ἐπίτροπος.
Greek (Liddell-Scott)
μελεδών: ἴδε ἐν λέξ. μελεδώνη. 2) = ὁ βασιλεύς, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ἡ) :
soin, souci.
Étymologie: μέλει.
English (Autenrieth)
ῶνος (μέλω) = μελέδημα, Od. 19.517† (v.l. μελεδῶναι).
Greek Monolingual
μελεδών και μεληδών, -ῶνος και μελεδώνη, ἡ (Α)
1. μελέτη
2. μέριμνα, φροντίδα («δέεται πολλῆς μελεδῶνος», Ιπποκρ.)
3. στον πληθ. αἱ μελεδῶνες και μελεδῶναι
λύπες, έγνοιες, σκοτούρες («πυκιναὶ δὲ μοι ἀμφ' ἁδινὸν κῆρ ὀξεῑαι μελεδῶνες ὀδυρομένην ἐρέθουσιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλω + επίθημα -(η)δών (πρβλ. λατ. επίθημα -do, -donis), πρβλ. αλγηδών, σηπεδών].
Greek Monotonic
μελεδών: ἡ, = μελεδώνη, σε Ησίοδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
μελεδών: ῶνος ἡ HH, Hes. = μελεδώνη.
Middle Liddell
= μελεδώνη, Hes., etc.]