ῥαντήριος: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ῥαντήριος:''' обрызганный (кровью), обагренный ([[πέδον]] Aesch. - v. l. πεδορραντήριος). | |elrutext='''ῥαντήριος:''' обрызганный (кровью), обагренный ([[πέδον]] Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] πεδορραντήριος). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ῥαντήριος]], η, ον [[ῥαίνω]]<br />of or for [[sprinkling]]:—in Aesch., it seems to be bedabbled, reeking. | |mdlsjtxt=[[ῥαντήριος]], η, ον [[ῥαίνω]]<br />of or for [[sprinkling]]:—in Aesch., it seems to be bedabbled, reeking. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 9 January 2022
English (LSJ)
α, ον, A of or for sprinkling, πέδον ῥ. besprinkled, reeking, with blood, A.Ag.1092; Pors. read πέδου ῥαντήριον (as substantive) defilement; and, in the same sense, Dobree suggested the compd. πεδορραντήριον. II ῥαντήριον, τό,= περιρραντήριον, BCH 35.286 (Delos, ii B.C.), 54.98 (ibid., ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 834] zum Benetzen, Vesprengen gehörig; πέδον ῥαντήριον, der blutbespritzte Boden, Aesch. Ag. 1063.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαντήριος: -α, -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς ῥαντισμόν, πέδον ῥαντήριον, ἐρραντισμένον, κεκηλιδωμένον δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092· ὁ Πόρσων ἀνέγνω πέδου ῥαντήριον (ὡς οὐσιαστ.), μολυσμός· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ὁ Dobree προτείνει τὸ σύνθετον: πεδορραντήριον.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
arrosé, mouillé.
Étymologie: ῥαίνω.
Greek Monolingual
-ον, Α ῥαντήρ·1. αυτός στον οποίο γίνεται ραντισμός («πέδον ῥαντήριον», Αισχύλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥαντήριον
το περιρραντήριο.
Greek Monotonic
ῥαντήριος: -α, -ον (ῥαίνω), κατάλληλος για ράντισμα, σε Αισχύλ.· αυτός που παρουσιάζεται, εμφανίζεται ως λεκιασμένος, πιτσιλισμένος, βρώμικος, κηλιδωμένος με αίμα, μολυσμένος.
Russian (Dvoretsky)
ῥαντήριος: обрызганный (кровью), обагренный (πέδον Aesch. - v.l. πεδορραντήριος).
Middle Liddell
ῥαντήριος, η, ον ῥαίνω
of or for sprinkling:—in Aesch., it seems to be bedabbled, reeking.