προστακτικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "of or [[for " to "of or for [[") |
m (Text replacement - "ἡμεῑς" to "ἡμεῖς") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[προστακτικός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[προσταχτικός]], -ή, -ό, Ν [[προστακτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προσταγή]] ή αυτός που εκφράζει [[προσταγή]], [[επιτακτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η προστακτική</i><br />(ενν. [[έγκλιση]]) <b>γραμμ.</b> μία από τις [[τέσσερεις]] εγκλίσεις τών ρημάτων με την οποία δηλώνεται [[προσταγή]], [[παραίνεση]] ή [[παράκληση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[προστακτικός]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) ο [[άρχοντας]], το [[πρόσωπο]] που προστάζει τους άλλους<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Προστακτικός</i><br />(ενν. [[λόγος]]) [[τίτλος]] έργου του Πρωταγόρου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προστακτικόν</i><br />α) η [[ψυχή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[σώμα]], που καλείται <i>υπηρετικόν</i><br />β) λεκτική [[διατύπωση]] σε προστακτική<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προστακτικὴ [[ἐκφορά]]» και «προστακτικὸν [[σχῆμα]]»<br /><b>γραμμ.</b> η [[διατύπωση]] του λόγου στην προστακτική [[έγκλιση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προστακτικώς</i> / [[προστακτικῶς]] ΝΜΑ, και προστακτικά Ν<br />με προστακτικό τρόπο, επιτακτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> στην προστακτική [[έγκλιση]] («ὅ | |mltxt=-ή, -ό / [[προστακτικός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[προσταχτικός]], -ή, -ό, Ν [[προστακτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προσταγή]] ή αυτός που εκφράζει [[προσταγή]], [[επιτακτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η προστακτική</i><br />(ενν. [[έγκλιση]]) <b>γραμμ.</b> μία από τις [[τέσσερεις]] εγκλίσεις τών ρημάτων με την οποία δηλώνεται [[προσταγή]], [[παραίνεση]] ή [[παράκληση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[προστακτικός]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) ο [[άρχοντας]], το [[πρόσωπο]] που προστάζει τους άλλους<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Προστακτικός</i><br />(ενν. [[λόγος]]) [[τίτλος]] έργου του Πρωταγόρου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προστακτικόν</i><br />α) η [[ψυχή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[σώμα]], που καλείται <i>υπηρετικόν</i><br />β) λεκτική [[διατύπωση]] σε προστακτική<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προστακτικὴ [[ἐκφορά]]» και «προστακτικὸν [[σχῆμα]]»<br /><b>γραμμ.</b> η [[διατύπωση]] του λόγου στην προστακτική [[έγκλιση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προστακτικώς</i> / [[προστακτικῶς]] ΝΜΑ, και προστακτικά Ν<br />με προστακτικό τρόπο, επιτακτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> στην προστακτική [[έγκλιση]] («ὅ ἡμεῖς [[ῥῆμα]] [[προστακτικῶς]] σχηματίζοντες ἐκφέρομεν κάλει», Διον. Αλ.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:10, 29 January 2022
English (LSJ)
ή, όν, A of or for commanding, imperative, imperious, τὸ π. [ἡ ψυχή], opp. τὸ ὑπηρετικόν (of the body), Arist.Top.128b19; π. τινῶν Corn.ND16; λόγος Plu.2.1037f; Προστακτικός (sc. λόγος), title of work by Protagoras, D.L.9.55; βραχυλογία Plu.Phoc.5; also of persons, ἄρχων Max.Tyr.13.2 (Sup.). II Gramm., ἡ -κὴ ἔγκλισις the imperative mood, D.T.638.7, A.D.Synt.31.20; π. ἐκφορὰ τῶν ῥημάτων ib.69.20; τὸ π. σχῆμα Anon.Fig.24; also τὸ -κόν D.L. 7.66,67, Ps.-Plu.Vit.Hom.53. Adv. -κῶς in the imperative mood, D.H.4.18, Sch.Ar.Av.1163.
German (Pape)
[Seite 780] ή, όν, zum Befehlen gehörig, gebieterisch, Plut. Phoc. 5, öfter. – Bei den Gramm. ἡ προστακτική, sc. ἔγκλισις, der Imperativ, auch τὸ προστακτικόν, D. L. 7, 66. 77.
Greek (Liddell-Scott)
προστακτικός: -ή, -όν, (προστάσσω), ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ προστάσσειν, ὁ προστάσσων, τὸ προστακτικὸν [ἡ ψυχή], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπηρετικόν, ἐπὶ τοῦ σώματος, Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 2· πρ. λόγος Πλούτ. 2. 1037F· βραχυλογία ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 5· - ἡ προστακτικὴ (ἐξυπ. ἔγκλισις) γραμμ.: ὡσαύτως, πρ. ἐκφορὰ Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. σ. 76· τὸ πρ. σχῆμα Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 631· ὡσαύτως, τὸ προστακτικόν, Διογ. Λ. 7. 66, 67.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre au commandement, impératif;
t. de gramm. τὸ προστακτικόν ou ἡ προστακτική (ἔγκλισις) l’impératif.
Étymologie: προστάσσω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προστακτικός, -ή, -όν, ΝΑ, και προσταχτικός, -ή, -ό, Ν προστακτός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσταγή ή αυτός που εκφράζει προσταγή, επιτακτικός
2. το θηλ. ως ουσ. η προστακτική
(ενν. έγκλιση) γραμμ. μία από τις τέσσερεις εγκλίσεις τών ρημάτων με την οποία δηλώνεται προσταγή, παραίνεση ή παράκληση
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ προστακτικός
(για πρόσ.) ο άρχοντας, το πρόσωπο που προστάζει τους άλλους
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Προστακτικός
(ενν. λόγος) τίτλος έργου του Πρωταγόρου
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προστακτικόν
α) η ψυχή, σε αντιδιαστολή προς το σώμα, που καλείται υπηρετικόν
β) λεκτική διατύπωση σε προστακτική
3. φρ. «προστακτικὴ ἐκφορά» και «προστακτικὸν σχῆμα»
γραμμ. η διατύπωση του λόγου στην προστακτική έγκλιση.
επίρρ...
προστακτικώς / προστακτικῶς ΝΜΑ, και προστακτικά Ν
με προστακτικό τρόπο, επιτακτικά
αρχ.
γραμμ. στην προστακτική έγκλιση («ὅ ἡμεῖς ῥῆμα προστακτικῶς σχηματίζοντες ἐκφέρομεν κάλει», Διον. Αλ.).
Greek Monotonic
προστακτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις προσταγές, επιτακτικός, προστακτικός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
προστακτικός: повелевающий, повелительный, властный (λόγος Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προστακτικός -ή -όν [προστάσσω] bevelend:. προστακτικήν τινα... ἔχων βραχυλογίαν met een bazige bondigheid van spreken Plut. Phoc. 5.3.
Middle Liddell
προσ-τακτικός, ή, όν προστακτός
of or for commanding, imperative, Plut.