φθισίμβροτος: Difference between revisions
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fthisimvrotos | |Transliteration C=fthisimvrotos | ||
|Beta Code=fqisi/mbrotos | |Beta Code=fqisi/mbrotos | ||
|Definition=ον, (φθίω, βροτός) | |Definition=ον, ([[φθίω]], [[βροτός]]) [[destroying]] or [[killing]] [[men]], [[μάχη]], [[αἰγίς]], Il.13.339, Od.22.297; [[φθισίβροτος]] in Epigr. ap. Plu.Lys.22 (sed [[φθερσίβροτος]] ([[quod vide|q.v.]]) ap.Paus.3.8.9). [ῑ perhaps metri gr., unless [[φθεισίβροτος]] shd. be read.] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:17, 10 April 2022
English (LSJ)
ον, (φθίω, βροτός) destroying or killing men, μάχη, αἰγίς, Il.13.339, Od.22.297; φθισίβροτος in Epigr. ap. Plu.Lys.22 (sed φθερσίβροτος (q.v.) ap.Paus.3.8.9). [ῑ perhaps metri gr., unless φθεισίβροτος shd. be read.]
German (Pape)
[Seite 1271] Menschen verderbend, tödtend, Il. 13, 339 Od. 22, 297.
Greek (Liddell-Scott)
φθῐσίμβροτος: -ον, (φθίω, βροτὸς) ἀντὶ φθισίβροτος, ὁ καταστρέφων ἤ φονεύων βροτούς, Ἰλ. Ν. 339, Ὀδ. Χ. 297, πρβλ. φθερσίβροτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui consume ou fait périr les mortels.
Étymologie: φθίω, βροτός.
Greek Monolingual
και φθισίβροτος, -ον, Α
(επικ. τ.) αυτός που εξολοθρεύει τους βροτούς, τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < φθίνω + -(μ)βροτος (< βροτός «θνητός»). Ο τ. αντί του αναμενόμενου φθεισί-μβροτος, σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα της ρίζας του ρ. φθίνω (βλ. λ. φθίνω), όπως τα σύνθ. με δεξι-, κλεψι-, τερψι-κ.λπ.].
Greek Monotonic
φθῑσίμβροτος: -ον (φθίω, φθίσω), αντί του φθισίβροτος, αυτός που καταστρέφει τους ανθρώπους, σε Ομήρ. Ιλ., Οδ.
Russian (Dvoretsky)
φθῑσίμβροτος: Hom. = φθισήνωρ.
Middle Liddell
φθῑσίμ-βροτος, ον, φθίω, φθίσω]
for φθισίβροτος, destroying men, Il., Od.