παναγής: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=πανᾰγής
|Full diacritics=πᾰνᾰγής
|Medium diacritics=παναγής
|Medium diacritics=παναγής
|Low diacritics=παναγής
|Low diacritics=παναγής
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[παναγής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που βαρύνεται από [[άγος]], από ανίερη [[πράξη]], μιαρότατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγος]] «[[μίασμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δυσ</i>-[[αγής]]].<br /> <b>(II)</b><br />[[παναγής]], -ές (Α)<br />[[πάναγνος]], ιερότατος, [[πανάχραντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγος]] «[[εξαγνισμός]], [[σέβας]], [[ευλάβεια]]», για τις σημ. του [[άγος]] <b>βλ. λ.</b> [[άγιος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-[[αγής]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[παναγής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που βαρύνεται από [[άγος]], από ανίερη [[πράξη]], μιαρότατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγος]] «[[μίασμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δυσ</i>-[[αγής]]].<br /> <b>(II)</b><br />[[παναγής]], -ές (Α)<br />[[πάναγνος]], ιερότατος, [[πανάχραντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγος]] «[[εξαγνισμός]], [[σέβας]], [[ευλάβεια]]», για τις σημ. του [[άγος]] <b>βλ. λ.</b> [[άγιος]]), <b>πρβλ.</b> [[ευαγής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰνᾰγής:''' -ές, ιερώτατος, [[πάναγνος]], Λατ. [[sacro]]­[[sanctus]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''πᾰνᾰγής:''' -ές, ιερώτατος, [[πάναγνος]], Λατ. [[sacrosanctus]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πᾰναγής:''' окруженный святостью, неприкосновенный (παρθένοι Plut.).
|elrutext='''πᾰναγής:''' [[окруженный святостью]], [[неприкосновенный]] (παρθένοι Plut.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παναγής -ές [πᾶς, ἄγος] zeer heilig.
|elnltext=παναγής -ές [πᾶς, ἄγος] [[zeer heilig]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰν-ᾰγής, ές<br />all-[[hallowed]], Lat. [[sacrosanctus]], Plut.
|mdlsjtxt=πᾰνᾰγής, ές<br />all-[[hallowed]], Lat. [[sacrosanctus]], Plut.
}}
}}

Revision as of 19:25, 11 April 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνᾰγής Medium diacritics: παναγής Low diacritics: παναγής Capitals: ΠΑΝΑΓΗΣ
Transliteration A: panagḗs Transliteration B: panagēs Transliteration C: panagis Beta Code: panagh/s

English (LSJ)

ές, A all-hallowed, Call.Fr.1.36P.; κόρη (Cassandra) D. Chr.11.153; ἱέρειαι Poll.1.35, Hsch. (παναιεῖς cod.); ἱερωσύνη Jul. Or.5.160b (Sup.); ἱερεύς IG3.716; = Lat. sacrosanctus, of the Rom. Tribuni Plebis, D.H.6.89, 8.87, Plu. Cam.20. II under an ἄγος, Philonid.5, Man.4.120.

German (Pape)

[Seite 455] ές, ganz geweiht, ganz heilig, ἱέρειαι, Poll. 1, 35; τὰ τῶν δημάρχων σώματα ἱερὰ εἶναι καὶ παναγῆ, D. Hal. 6, 89, öfter, wie Plut. – Aber Philonid. bei Poll. 9, 29 = ganz und gar mit Fluch belastet, verabscheuungswerth, wie Man. 4, 120.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνᾰγής: ές. ὅλως ἡγιασμένος, ἱερώτατος, πάναγνος, Λατ. sacosanctus, οὕτως ἐκαλοῦντο οἱ παρὰ Ρωμ. Tribuni Plebis, δήμαρχοι, Διον. Ἁλ. 6. 89., 8. 87, Πλουτ. Κάμιλλ. 20. π. ἱερεύς, ἱέρεια Συλλ. Ἐπιγρ. 380. 6, Πολυδ. Α΄, 35. II. ὁ διατελῶν ὑπὸ ἄγος, παναγεῖς γενεὰν πορνοτελῶναι, Μεγαρῆς, δεινοί πατραλοῖαι Φιλωνίδης ἐν «Κοθόρνοις» 1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait saint, sacré.
Étymologie: πᾶν, ἄγος.

Greek Monolingual

(I)
παναγής, -ές (ΑΜ)
αυτός που βαρύνεται από άγος, από ανίερη πράξη, μιαρότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αγής (< ἄγος «μίασμα»), πρβλ. δυσ-αγής].
(II)
παναγής, -ές (Α)
πάναγνος, ιερότατος, πανάχραντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αγής (< ἄγος «εξαγνισμός, σέβας, ευλάβεια», για τις σημ. του άγος βλ. λ. άγιος), πρβλ. ευαγής].

Greek Monotonic

πᾰνᾰγής: -ές, ιερώτατος, πάναγνος, Λατ. sacrosanctus, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰναγής: окруженный святостью, неприкосновенный (παρθένοι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παναγής -ές [πᾶς, ἄγος] zeer heilig.

Middle Liddell

πᾰνᾰγής, ές
all-hallowed, Lat. sacrosanctus, Plut.