εμφανής: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[ἐμφανής]], -ές)<br />ο [[καθαρά]] διακρινόμενος, [[έκδηλος]], [[κατάδηλος]], [[ορατός]], [[φανερός]], [[ολοφάνερος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[επιφανής]], [[σημαντικός]], [[ένδοξος]] («ἀποσταλεὶς [[ἀνήρ]] [[Αἰγύπτιος]]», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἐμφανὴς [[γίγνομαι]]» — [[παρουσιάζομαι]], εμφανίζομαι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς τὸ ἐμφανές» — ενώπιον, [[μπροστά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στιλπνή [[επιφάνεια]], [[κάτοπτρο]] <b>κ.λπ.</b>) αυτός που αντανακλά, που αντικατοπτρίζει<br /><b>2.</b> (για θεούς) ο εμφανιζόμενος με ανθρώπινη [[μορφή]] («εἴ σοι ἐμφανὴς γενόμενος ὁ [[θεός]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για λόγους ἡ πράγματα) [[γνωστός]], [[φανερός]], [[πασίγνωστος]] («οὐ γάρ ἐστι τἀμφανῆ κρύπτειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ τοῦ ἐμφανοῡς» ή «εἰς τοὐμφανὲς» ή «ἐν τῷ | |mltxt=-ές (AM [[ἐμφανής]], -ές)<br />ο [[καθαρά]] διακρινόμενος, [[έκδηλος]], [[κατάδηλος]], [[ορατός]], [[φανερός]], [[ολοφάνερος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[επιφανής]], [[σημαντικός]], [[ένδοξος]] («ἀποσταλεὶς [[ἀνήρ]] [[Αἰγύπτιος]]», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἐμφανὴς [[γίγνομαι]]» — [[παρουσιάζομαι]], εμφανίζομαι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς τὸ ἐμφανές» — ενώπιον, [[μπροστά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στιλπνή [[επιφάνεια]], [[κάτοπτρο]] <b>κ.λπ.</b>) αυτός που αντανακλά, που αντικατοπτρίζει<br /><b>2.</b> (για θεούς) ο εμφανιζόμενος με ανθρώπινη [[μορφή]] («εἴ σοι ἐμφανὴς γενόμενος ὁ [[θεός]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για λόγους ἡ πράγματα) [[γνωστός]], [[φανερός]], [[πασίγνωστος]] («οὐ γάρ ἐστι τἀμφανῆ κρύπτειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ τοῦ ἐμφανοῡς» ή «εἰς τοὐμφανὲς» ή «ἐν τῷ ἐμφανεῖ» — [[φανερά]], έκδηλα<br />β) «ἐν ἐμφανεῖ λόγῳ» — με [[παρρησία]], [[φανερά]]<br />γ) «ἐμφανὴς τιμαῑς» — εμφανώς τιμώμενος<br />δ) «ἐμφανῆ παρέχειν τινὰ» ή «ἐμφανῆ καταστῆσαι» — η [[προσαγωγή]], η [[παρουσίαση]] κάποιου στο δικαστήριο<br />ε) «ἐμφανῶν [[κατάστασις]]» — η [[ενέργεια]] για [[παρουσίαση]] ή [[προσαγωγή]] κάποιου» — στ) «τὰ ἐμφανῆ κτήματα» — η υπάρχουσα [[τώρα]] [[ιδιοκτησία]] (<b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμφανώς</i><br />[[φανερά]], πραγματικά, [[καθαρά]], [[σαφώς]], [[χωρίς]] [[αμφιβολία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 27 May 2022
Greek Monolingual
-ές (AM ἐμφανής, -ές)
ο καθαρά διακρινόμενος, έκδηλος, κατάδηλος, ορατός, φανερός, ολοφάνερος
αρχ.-μσν.
επιφανής, σημαντικός, ένδοξος («ἀποσταλεὶς ἀνήρ Αἰγύπτιος», Διόδ. Σικ.)
μσν.
1. φρ. «ἐμφανὴς γίγνομαι» — παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι
2. φρ. «εἰς τὸ ἐμφανές» — ενώπιον, μπροστά
αρχ.
1. (για στιλπνή επιφάνεια, κάτοπτρο κ.λπ.) αυτός που αντανακλά, που αντικατοπτρίζει
2. (για θεούς) ο εμφανιζόμενος με ανθρώπινη μορφή («εἴ σοι ἐμφανὴς γενόμενος ὁ θεός», Πλάτ.)
3. (για λόγους ἡ πράγματα) γνωστός, φανερός, πασίγνωστος («οὐ γάρ ἐστι τἀμφανῆ κρύπτειν», Ξεν.)
5. φρ. α) «ἐκ τοῦ ἐμφανοῡς» ή «εἰς τοὐμφανὲς» ή «ἐν τῷ ἐμφανεῖ» — φανερά, έκδηλα
β) «ἐν ἐμφανεῖ λόγῳ» — με παρρησία, φανερά
γ) «ἐμφανὴς τιμαῑς» — εμφανώς τιμώμενος
δ) «ἐμφανῆ παρέχειν τινὰ» ή «ἐμφανῆ καταστῆσαι» — η προσαγωγή, η παρουσίαση κάποιου στο δικαστήριο
ε) «ἐμφανῶν κατάστασις» — η ενέργεια για παρουσίαση ή προσαγωγή κάποιου» — στ) «τὰ ἐμφανῆ κτήματα» — η υπάρχουσα τώρα ιδιοκτησία (Ξεν.).
επίρρ...
εμφανώς
φανερά, πραγματικά, καθαρά, σαφώς, χωρίς αμφιβολία.