σώφρονας: Difference between revisions
From LSJ
(40) |
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[σώφρων]], ὁ, ἡ, ΝΜΑ, θηλ. [[σώφρων]] Ν, και [[σαόφρων]] Α<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[συνετός]], [[μυαλωμένος]] (α. «[[μετριοπαθής]] και σώφρωνας [[πολιτικός]]» β. «[[ὅστις]] σώφρον' ἔθηκε τὸν ἄφρονα», <b>Θέογν.</b><br />γ. «οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λόγους, διαθέσεις ή ενέργειες και πράξεις) [[φρόνιμος]], [[συνετός]] (α. «τα σώφρονα διδάγματά του» β. «φείσασθαι καὶ ἐπικλασθῆναι οἴκτω σώφρονι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εγκρατής]] (α. | |mltxt=ο / [[σώφρων]], ὁ, ἡ, ΝΜΑ, θηλ. [[σώφρων]] Ν, και [[σαόφρων]] Α<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[συνετός]], [[μυαλωμένος]] (α. «[[μετριοπαθής]] και σώφρωνας [[πολιτικός]]» β. «[[ὅστις]] σώφρον' ἔθηκε τὸν ἄφρονα», <b>Θέογν.</b><br />γ. «οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λόγους, διαθέσεις ή ενέργειες και πράξεις) [[φρόνιμος]], [[συνετός]] (α. «τα σώφρονα διδάγματά του» β. «φείσασθαι καὶ ἐπικλασθῆναι οἴκτω σώφρονι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εγκρατής]] (α. «δεῖ τὸν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον [[εἶναι]]... νηφάλιον, σώφρονα, [[κόσμιον]]», ΚΔ<br />β. «[[σώφρων]] ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σῶφρον</i><br />α) [[σωφροσύνη]], [[φρονιμάδα]]<br />β) [[εγκράτεια]], [[κοσμιότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σωφρόνως]] ΝΜΑ<br /><b>1.</b> με [[σύνεση]], με [[φρόνηση]]<br /><b>2.</b> με [[εγκράτεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σῶς</i> / [[σάος]] (<b>βλ. λ.</b> [[σώος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλόφρων]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:50, 27 May 2022
Greek Monolingual
ο / σώφρων, ὁ, ἡ, ΝΜΑ, θηλ. σώφρων Ν, και σαόφρων Α
1. (για πρόσ.) συνετός, μυαλωμένος (α. «μετριοπαθής και σώφρωνας πολιτικός» β. «ὅστις σώφρον' ἔθηκε τὸν ἄφρονα», Θέογν.
γ. «οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι», Ομ. Ιλ.)
2. (για λόγους, διαθέσεις ή ενέργειες και πράξεις) φρόνιμος, συνετός (α. «τα σώφρονα διδάγματά του» β. «φείσασθαι καὶ ἐπικλασθῆναι οἴκτω σώφρονι», Θουκ.)
μσν.-αρχ.
1. εγκρατής (α. «δεῖ τὸν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι... νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον», ΚΔ
β. «σώφρων ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σῶφρον
α) σωφροσύνη, φρονιμάδα
β) εγκράτεια, κοσμιότητα.
επίρρ...
σωφρόνως ΝΜΑ
1. με σύνεση, με φρόνηση
2. με εγκράτεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶς / σάος (βλ. λ. σώος) + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλόφρων.