λιχμάω: Difference between revisions
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lichmao | |Transliteration C=lichmao | ||
|Beta Code=lixma/w | |Beta Code=lixma/w | ||
|Definition=fut. Med. λιχμήσομαι (ἀναλιχμάω) | |Definition=fut. Med. λιχμήσομαι (ἀναλιχμάω) J.AJ8.15.4: aor. ἐλιχμησάμην ap.D.L.8.91:—<br><span class="bld">A</span> [[play with the tongue]], of [[snake]]s, in Ep. part., αἰνὸν λιχμώωντες Q.S.5.40: in irreg. pf. part., γλώσσῃσι λελιχμότες Hes.Th.826:—Med., ἑκατὸν… κεφαλαὶ κολάκων… ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν [[play]]ed like [[serpent]]s [[round]]... Ar.V.1033, Pax756 (ἐλιχνῶντο [[varia lectio|v.l.]] in Sch., Hsch.), cf. Theoc.24.20, Euph.51.6.<br><span class="bld">2</span> trans., [[lick]], ὄφεσι… λιχμῶσιν γένυν E.Ba.698:—Med., D.L. l. c., App.Hisp.96, Mith.38.<br><span class="bld">II</span> Med., also, [[lick up]], λιχμώμενος ἔρσην Nic.Al.569; used by Hom. only in the compd. [[ἀπολιχμάομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:31, 11 June 2022
English (LSJ)
fut. Med. λιχμήσομαι (ἀναλιχμάω) J.AJ8.15.4: aor. ἐλιχμησάμην ap.D.L.8.91:—
A play with the tongue, of snakes, in Ep. part., αἰνὸν λιχμώωντες Q.S.5.40: in irreg. pf. part., γλώσσῃσι λελιχμότες Hes.Th.826:—Med., ἑκατὸν… κεφαλαὶ κολάκων… ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν played like serpents round... Ar.V.1033, Pax756 (ἐλιχνῶντο v.l. in Sch., Hsch.), cf. Theoc.24.20, Euph.51.6.
2 trans., lick, ὄφεσι… λιχμῶσιν γένυν E.Ba.698:—Med., D.L. l. c., App.Hisp.96, Mith.38.
II Med., also, lick up, λιχμώμενος ἔρσην Nic.Al.569; used by Hom. only in the compd. ἀπολιχμάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
λιχμάω: ἀόρ. λιχμῆσαι Χρησμ. Σιβυλ. 11. 139 (πρβλ. ἐπιλ-). - Μέσ. (ἴδε κατωτ.)· μέλλ. -ήσομαι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 15, 4 (πρβλ. ἀπολ-)· ἀόρ. ἐλιγμησάμην παρὰ Διογ. Λ. 8. 91 (λείχω). Παίζω διὰ τῆς γλώσσης, ἐπὶ ὄφεων, ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ. λιχμώωντες Κόϊντ. Σμ. 5. 40 (ἀκριβῶς ὡς τὸ λελειχμότες παρὰ Ἡσ., ἴδε ἐν λέξ. λείχω)· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἑκατόν... κεφαλαὶ κολάκων... ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν, ἔπαιζον ὁλόγυρα ὡς ὄφεις..., Ἀριστοφ. Σφ. 1033, Εἰρ. 756 (ἔνθα ὁ Σχολ. μνημονεύει διάφ. γραφήν: ἐλιχνῶντο). 2) μεταβ., λείχω, «γλείφω», ὄφεσι... λιχμῶσιν γένυν Εὐρ. Βάκχ. 697· ὡς ἄρκτος λιχμῶσα φίλους ἀνεπλάσσατο παῖδας Ὁππ. Κ. 3. 168· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Διογ. Λ. 8. 91, Πλούτ. 2. 807Α, Ἀππ., κτλ.· ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. ὡσαύτως, «γλείφω» ἐντελῶς, λιχμώμενος ἔρσην Νικ. Ἀλ. 582· παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἀπολιχμάομαι.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et ao.
darder sa langue;
Moy. λιχμάομαι, λιχμῶμαι;
1 darder sa langue;
2 lécher, pourlécher;
3 fellare (Anth. Pal. 5, 38).
Étymologie: λείχω.
Greek Monotonic
λιχμάω: μέλ. λιχμήσω (λείχω)· παίζω, γλείφω με τη γλώσσα, λέγεται για φίδια, σε Ευρ. — Μέσ., ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν, έπαιζαν γύρω από το κεφάλι σαν φίδια, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λιχμάω: тж. med.
1) (о змеях) шевелить языком Hes., Theocr.;
2) лизать, облизывать (τι и περί τι Eur., Arph.).
Middle Liddell
λείχω
to lick with the tongue, of snakes, Eur.:—Mid., ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν played like serpents round the head, Ar.