κυνοῦχος: Difference between revisions
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
mNo edit summary |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=κυνοῦχος, ὁ (AM)<br />[[βαλάντιο]], [[κυνηγετικός]] [[σάκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[λουρί]] με το οποίο κρατά και σύρει [[κάποιος]] τον [[σκύλο]]<br /><b>2.</b> [[σάκος]] από [[δέρμα]] σκύλου<br /><b>3.</b> [[σάκος]] στον οποίο φύλαγαν τα ενδύματα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κλοιὸς κυνοῦχος» — το [[λουρί]] που μπαίνει στον λαιμό σκύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:05, 13 June 2022
English (LSJ)
ὁ, (ἔχω)
A dog leash, AP6.298 (Leon.), acc. to Suid., but more prob. in signf. III; κλοιὸς κυνοῦχος = dog collar, ib.107 (Phil.).
II calfskin sack, for carrying hunting-nets, etc., X.Cyn.2.9; also, for use as a clothes locker in the gymnasium, Poll.10.64.
III purse, moneybag, PCair.Zen.22.22 (iii B.C.), Inscr.Délos442A7, 461A a7 (ii B.C.), Ael.Dion.Fr.206, Hsch., Phot.
Greek (Liddell-Scott)
κυνοῦχος: ὁ, (ἔχω) ἱμάς, λωρίον δι’ οὗ κρατεῖ τις τὸν κύνα, ὁ τὸν κύνα κρατῶν δεσμός, Ἀνθ. Π. 6. 298· κλοιὸς κ. αὐτόθι 107. ΙΙ. σάκκος, πήρα ἐκ δέρματος κυνὸς ἐν χρήσει κατὰ τὸ κυνήγιον, Ξεν. Κυν. 2, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui retient les chiens ; ὁ κυνοῦχος collier;
2 sac de peau.
Étymologie: κύων, ἔχω.
Syn. δέραιον, κλοιός, κυνάγχη, λαιμοπέδη.
Greek Monolingual
κυνοῦχος, ὁ (AM)
βαλάντιο, κυνηγετικός σάκος
αρχ.
1. το λουρί με το οποίο κρατά και σύρει κάποιος τον σκύλο
2. σάκος από δέρμα σκύλου
3. σάκος στον οποίο φύλαγαν τα ενδύματα
4. φρ. «κλοιὸς κυνοῦχος» — το λουρί που μπαίνει στον λαιμό σκύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -οῦχος (< ἔχω)].
Greek Monotonic
κυνοῦχος: ὁ (ἔχω),
I. αυτός που έχει σκύλο, λουρί σκύλου, σε Ανθ.
II. σάκος από δέρμα σκύλου, που χρησιμοποιείται στο κυνήγι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κῠνοῦχος: II ὁ
1) собачий ошейник Anth.;
2) охот. мешок из собачьей шкуры Xen.
удерживающий собак (κλοιός Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνοῦχος -ου, ὁ [κύων, ἔχω] (leren) tas, buidel (voor geld).
Middle Liddell
κυν-οῦχος, ὁ, [ἔχω]
I. a dog-holder, dog-leash, Anth.
II. a dog-skin sack, used in hunting, Xen.
Translations
Arabic: رِبَاط; Belarusian: шворка, павадок, пры́вязь; Bulgarian: каишка; Catalan: corretja; Chickasaw: ishtalakchi', shtalakchi'; Chinese Mandarin: 皮帶, 皮带, 紲 or 絏, 绁; Czech: vodítko; Danish: hundesnor; Dutch: lijn; Finnish: talutushihna, talutin; French: laisse; Galician: trela, correa; Georgian: საბელი; German: Leine, Hundeleine; Greek: λουρί; Ancient Greek: κυνακτής, κυνόδεσμος, κυνοῦχος, κύνειρα, ἀγωγεύς, ἀγκύλη, δεσμός, βάλτιον, ἀορτήρ, ἀναγωγεύς, ἔναμμα, ἀορτής, ἀσκός; Hebrew: רצועה להולכת כלב; Hungarian: póráz; Italian: guinzaglio; Japanese: 綱, 革紐, リード; Khmer: ខ្សែ; Luxembourgish: Léngt; Macedonian: повод, ланец; Malay: cawak; Maori: taura here, pōtete; Norwegian: leiebånd, kobbel, lenke; Occitan: estaca, cordilha; Persian: قلاده; Polish: smycz; Portuguese: coleira, guia; Romanian: lesă; Russian: поводок, привязь, свора, повод; Scottish Gaelic: iall, lomhainn; Serbo-Croatian: поводац, povodac; Slovak: vôdzka; Spanish: correa; Swedish: koppel; Thai: สายจูง; Tibetan: འདོགས་ཐག; Ukrainian: повідець, поводок, швора, при́в'язь; Yiddish: הונטרימען