προσαναστέλλω: Difference between revisions

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανακόπτω]], [[εμποδίζω]] επί [[πλέον]] («περιλαβὼν ταῖς ἡνίαις τὸν χαλινὸν [[ἄνευ]] πληγῆς καὶ σπαραγμοῡ προσανέστειλεν [τὸν ἵππον]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαπλάσσω]], [[σχηματίζω]] τα ρουθούνια βρέφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναστέλλω]] «[[συγκρατώ]], [[αναχαιτίζω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανακόπτω]], [[εμποδίζω]] επί [[πλέον]] («περιλαβὼν ταῖς ἡνίαις τὸν χαλινὸν [[ἄνευ]] πληγῆς καὶ σπαραγμοῦ προσανέστειλεν [τὸν ἵππον]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαπλάσσω]], [[σχηματίζω]] τα ρουθούνια βρέφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναστέλλω]] «[[συγκρατώ]], [[αναχαιτίζω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:25, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαναστέλλω Medium diacritics: προσαναστέλλω Low diacritics: προσαναστέλλω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: prosanastéllō Transliteration B: prosanastellō Transliteration C: prosanastello Beta Code: prosanaste/llw

English (LSJ)

A hold in, get under control, τὸν ἵππον Plu.Alex.6; mould an infant's nostrils, Sor.1.103.

German (Pape)

[Seite 750] noch dazu anhalten, hemmen, Plut. Alex. 6.

Greek (Liddell-Scott)

προσαναστέλλω: ἀναστέλλω, κρατῶ ὀπίσω προσέτι, τὸν ἵππον Πλουτ. Ἀλέξ. 6.

French (Bailly abrégé)

ramener à soi.
Étymologie: πρός, ἀναστέλλω.

Greek Monolingual

Α
1. ανακόπτω, εμποδίζω επί πλέον («περιλαβὼν ταῖς ἡνίαις τὸν χαλινὸν ἄνευ πληγῆς καὶ σπαραγμοῦ προσανέστειλεν [τὸν ἵππον]», Πλούτ.)
2. διαπλάσσω, σχηματίζω τα ρουθούνια βρέφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναστέλλω «συγκρατώ, αναχαιτίζω»].

Greek Monotonic

προσαναστέλλω: κρατώ πίσω επιπλέον, τὸν ἵππον, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αναστέλλω ook nog onder bedwang krijgen.

Russian (Dvoretsky)

προσαναστέλλω: попридерживать, сдерживать (sc. τὸν ἵππον Plut.).

Middle Liddell


to hold back besides, τὸν ἵππον Plut.