χοραύλης: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[μουσικός]] που συνοδεύει τον χορό με τον αυλό, [[αυλητής]] («Ἀναξήνορες δὲ κιθαρῳδοὶ καὶ | |mltxt=ὁ, Α<br />[[μουσικός]] που συνοδεύει τον χορό με τον αυλό, [[αυλητής]] («Ἀναξήνορες δὲ κιθαρῳδοὶ καὶ Ξοῦθοι χοραῡλαι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αύλης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αὐλῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[αὐλός]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλαμ</i>-<i>αύλης</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:30, 13 June 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, one who accompanies a chorus on the flute, AP 11.11 (Lucill.), Plu. Ant. 24; freq. in Inscrr., as IG 7.1773 (Thespiae), CIG 1719 (Delph.), etc.
German (Pape)
[Seite 1364] ὁ, Chorpfeifer, dah. – a) der den Chor mit der Flöte begleitet, zum Chortanz die Flöte bläs't, Strab. – b) der einen Chor für sich hält und sich mit ihm hören läßt, so wohl Lucill. 23 (XI, 11).
Greek (Liddell-Scott)
χοραύλης: -ου, ὁ, ὁ αὐλητὴς χοροῦ, ὁ συνοδεύων τὸν χορὸν διὰ τοῦ αὐλοῦ, Λατ. choraules, Ἀνθ. Παλατ. 11. 11, Πλουτ. Ἀντών. 24, συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς, οἷον Συλλ. Ἐπιγρ. 1585, 1719 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
joueur de flûte qui accompagne un chœur de danse.
Étymologie: χορός, αὐλός.
Greek Monolingual
ὁ, Α
μουσικός που συνοδεύει τον χορό με τον αυλό, αυλητής («Ἀναξήνορες δὲ κιθαρῳδοὶ καὶ Ξοῦθοι χοραῡλαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -αύλης (< αὐλῶ < αὐλός), πρβλ. καλαμ-αύλης].
Greek Monotonic
χοραύλης: -ου, ὁ (αὐλός), αυτός που συνοδεύει το χορό με αυλό, σε Ανθ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
χοραύλης: ου ὁ хоравл, флейтист хора Plut., Anth.
Middle Liddell
χορ-αύλης, ου, ὁ, αὐλός
one who accompanies a chorus on the flute, Anth., Plut.