ἐπίκωμος: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίκωμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει σε [[κώμο]] («εἰς οἰκίαν πενθοῡσαν ἐμβαλόντες ἐπίκωμοι μεθύοντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κωμαστής]], αυτός που τραγουδάει για την αγαπημένη του [[μαζί]] με άλλους [[μετά]] από [[πιοτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κώμος]] «εύθυμη [[συντροφιά]]»].
|mltxt=[[ἐπίκωμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει σε [[κώμο]] («εἰς οἰκίαν πενθοῦσαν ἐμβαλόντες ἐπίκωμοι μεθύοντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κωμαστής]], αυτός που τραγουδάει για την αγαπημένη του [[μαζί]] με άλλους [[μετά]] από [[πιοτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κώμος]] «εύθυμη [[συντροφιά]]»].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπίκωμος:''' участвующий в шумной процессии, разгульный (μεθύοντες Plut.).
|elrutext='''ἐπίκωμος:''' участвующий в шумной процессии, разгульный (μεθύοντες Plut.).
}}
}}

Revision as of 20:40, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκωμος Medium diacritics: ἐπίκωμος Low diacritics: επίκωμος Capitals: ΕΠΙΚΩΜΟΣ
Transliteration A: epíkōmos Transliteration B: epikōmos Transliteration C: epikomos Beta Code: e)pi/kwmos

English (LSJ)

ον, A revelling, Aristias 3 (L.Dind. for ἐπίκωπος); εἰς οἰκίαν ἐμβαλεῖν ἐ. Plu.2.128d; ἐ. φοιτᾶν Alciphr.1.37.

German (Pape)

[Seite 955] zum fröhlichen Zuge der Schwärmenden gehörig, im lustigen Aufzug einherziehend, Alciphr. 1, 37; Plut. öfter; nach Hesych. ὁ ἐπᾴδων τῇ φίλῃ ἢ ἀπὸ οἴνου ᾄδων.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκωμος: ον = τῷ προηγ., Ἀριστίας παρ’ Ἀθην. 686Α (κατὰ Λ. Δινδ. ἀντὶ ἐπίκωπος, Πλούτ. 2. 128D, Ἀλκίφρων 1. 37. -Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκωμος· ὁ ἐπᾴδων τῇ φίλῃ. ἢ ἀπὸ οἴνου ᾄδων. ὑβριστής. συγχαίρων».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui va en partie de débauche.
Étymologie: ἐπί, κῶμος.

Greek Monolingual

ἐπίκωμος, -ον (Α)
1. αυτός που μετέχει σε κώμο («εἰς οἰκίαν πενθοῦσαν ἐμβαλόντες ἐπίκωμοι μεθύοντες», Πλούτ.)
2. ο κωμαστής, αυτός που τραγουδάει για την αγαπημένη του μαζί με άλλους μετά από πιοτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κώμος «εύθυμη συντροφιά»].

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκωμος: участвующий в шумной процессии, разгульный (μεθύοντες Plut.).