ὑπανίημι: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(μτβ. και αμτβ.) [[μετριάζω]] [[κάπως]], [[χαλαρώνω]] λίγο (α. «ὑπανίει τῶν δεσμῶν», <b>Ιώσ.</b><br />β. «τοῡ φόβου μικρὸν ὑπανέντος», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνίημι]] «[[χαλαρώνω]]»].
|mltxt=Α<br />(μτβ. και αμτβ.) [[μετριάζω]] [[κάπως]], [[χαλαρώνω]] λίγο (α. «ὑπανίει τῶν δεσμῶν», <b>Ιώσ.</b><br />β. «τοῦ φόβου μικρὸν ὑπανέντος», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνίημι]] «[[χαλαρώνω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:45, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπανίημι Medium diacritics: ὑπανίημι Low diacritics: υπανίημι Capitals: ΥΠΑΝΙΗΜΙ
Transliteration A: hypaníēmi Transliteration B: hypaniēmi Transliteration C: ypaniimi Beta Code: u(pani/hmi

English (LSJ)

A remit or relax a little, τὸ λίαν ἀπάνθρωπον Plu.Dio7; ὑ. τῶν δεσμῶν relax the strictness of... J.AJ2.5.1:—Pass., δύναμις ὑπανειμένη μᾶλλον Dsc.1.68. II intr., τοῦ φόβου μικρὸν ὑπανέντος Plu.Aem.23:—so in Pass., Ph.2.87, al.

German (Pape)

[Seite 1182] (s. ἵημι), ein wenig nachlassen, Sp.; φόβου μικρὸν ὑπανέντος Plut. Aemil. Paul. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπανίημι: χαλαρώνω ὀλίγον, μετριάζω κἄπως, τὸ λίαν ἀπάνθρωπον Πλουτ. Δίων 7· ὑπανίει τῶν δεσμῶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 1. ΙΙ. ἀμεταβ., τοῦ φόβου ὑπανέντος Πλουτ. Αἰμίλ. 23· καὶ οὕτως ἐν τῷ παθ., Φίλων.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπανήσω, ao. ὑπανῆκα, etc.
1 relâcher peu à peu, acc.;
2 intr. se relâcher.
Étymologie: ὑπό, ἀνίημι.

Greek Monolingual

Α
(μτβ. και αμτβ.) μετριάζω κάπως, χαλαρώνω λίγο (α. «ὑπανίει τῶν δεσμῶν», Ιώσ.
β. «τοῦ φόβου μικρὸν ὑπανέντος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀνίημι «χαλαρώνω»].

Greek Monotonic

ὑπανίημι: μειώνομαι ή χαλαρώνω για λίγο, σε Πλούτ.· αμτβ., τοῦφόβου ὑπανέντος (μτχ. αόρ. βʹ), στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπᾰνίημι: (aor. ὑπανῆκα)
1) несколько ослаблять, чуть-чуть смягчать (τι Plut.);
2) успокаиваться, униматься: τοῦ φόβου μικρὸν ὑπανέντος Plut. когда страх немного улегся.

Middle Liddell


to remit or relax a little, Plut.:—intr., τοῦ φόβου ὑπανέντος (aor2 part.) Plut.