ἐξαμύνομαι: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξαμύνομαι]] (Α)<br />[[αποκρούω]] κάποιον ή [[κάτι]], [[αμύνομαι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[εξουδετερώνω]], [[αποκρούω]], [[απομακρύνω]] [[κάτι]] («αἶθρον ἐξαμύνασθαι θεοῡ» — ν' αμυνθούμε στο πρωινό [[ψύχος]], <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[ἐξαμύνομαι]] (Α)<br />[[αποκρούω]] κάποιον ή [[κάτι]], [[αμύνομαι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[εξουδετερώνω]], [[αποκρούω]], [[απομακρύνω]] [[κάτι]] («αἶθρον ἐξαμύνασθαι θεοῦ» — ν' αμυνθούμε στο πρωινό [[ψύχος]], <b>Ευρ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:45, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰμύνομαι Medium diacritics: ἐξαμύνομαι Low diacritics: εξαμύνομαι Capitals: ΕΞΑΜΥΝΟΜΑΙ
Transliteration A: examýnomai Transliteration B: examynomai Transliteration C: eksamynomai Beta Code: e)camu/nomai

English (LSJ)

[ῡ], Med., A ward off from oneself, drive away, νόσους A. Pr.483; αἶθρον θεοῦ E.Supp.208; τινά Id.Or.269:—Act. is dub. l. in Them.Or.23.284b.

German (Pape)

[Seite 867] von sich abwehren, abhalten; νόσους Aesch. Prom. 481; θεάς Eur. Or. 269; αἶθόν τ' ἐξαμύνασθαι θεοῦ Suppl. 208. – Das act. ἐξαμύνας, Them. 23 p. 284 b, ist zw.

French (Bailly abrégé)

inf. ao. ἐξαμύνασθαι;
repousser loin de soi.
Étymologie: ἐξ, ἀμύνω.

Spanish (DGE)

(ἐξᾰμύνομαι)
• Prosodia: [-ῡ-]
protegerse, defenderse de τὰς ἁπάσας ... νόσους A.Pr.483, αἶθόν <τ'> ἐξαμύνασθαι θεοῦ protegerse del fuego divino E.Supp.208, τόξα ... οἷς ... ἐξαμύνεσθαι θεάς E.Or.269
abs. ἵν' ἐξαμύνοιτο μὲν αὐτὸς Cyr.Al.Dial.Trin.1.388d
en v. act. dud. ὁ ἐξαμύνας Them.Or.23.284b.

Greek Monolingual

ἐξαμύνομαι (Α)
αποκρούω κάποιον ή κάτι, αμύνομαι εναντίον κάποιου, εξουδετερώνω, αποκρούω, απομακρύνω κάτι («αἶθρον ἐξαμύνασθαι θεοῦ» — ν' αμυνθούμε στο πρωινό ψύχος, Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐξᾰμύνομαι: [ῡ], μέλ. -αμῠνοῦμαι, Μέσ., προστατεύομαι, προφυλάσσομαι απομακρύνω από εμένα, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαμύνομαι: отражать от себя, отгонять прочь, подавлять (τὰς νόσους ἀκέσμασι Aesch.; θεάς, sc. Ἐρινύας Eur.): ἐ. αἶθον (v.l. αἶθρον) θεοῦ Eur. защищать себя от солнечного зноя.

Middle Liddell

fut. -αμῠνοῦμαι
Mid. to ward off from oneself, drive away, Aesch., Eur.