κυρώνω: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
m (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM κυρῶ, | |mltxt=(AM [[κυρῶ]], [[κυρόω]])<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] έγκυρο, [[δίνω]] σε [[κάτι]] [[κύρος]], [[επικυρώνω]] (α. «ο [[νόμος]] [[πρέπει]] να κυρωθεί από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας» β. «ἡ [[ἐκκλησία]] κυρώσασα ταῦτα διελύθη», <b>Θουκ.</b><br />γ. «ἐκεκύρωτο ὁ [[γάμος]] Κλεισθένεϊ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιβεβαιώνω]], [[πιστοποιώ]], [[διαβεβαιώνω]] («δόμοις ἐμοῑσι τήνδ' ἐκύρωσας φάτιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[αποφασίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με επιχειρήματα ή διδασκαλίες) [[υποστηρίζω]]<br /><b>2.</b> [[παρέχω]] [[κάτι]] σε κάποιον με [[θέρμη]] («παρακαλῶ ὑμᾱς κυρῶσαι εἰς αὐτὸν ἀγάπην», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[υποστηρίζω]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>κυροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[εκπληρώνω]] τους σκοπούς μου<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> α) (σε [[πλειοδοσία]]) κατακυρώνομαι<br />β) προσδιορίζομαι («ποῖ κεκύρωται [[τέλος]];», <b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) αποφασίζομαι («ἐκυρώθη... τηρηθῆναι τὸν νόμον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (η μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) <i>ὁ κυρωθείς</i><br />ο [[πλειοδότης]] στον οποίο κατακυρώνεται αυτό που έχει τεθεί σε [[δημοπρασία]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «κυρῶ [[δίκην]]» — [[εκδίδω]] [[απόφαση]] για [[δίκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κυρῶ</i> πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κῦρος]], ενώ δεν αποκλείεται η [[παραγωγή]] του απευθείας από το θ. <i>κυρ</i>- του <i>κύρ</i>-<i>ιος</i> ([[πρβλ]]. <i>ἀνδρ</i>-<i>ωθῆναι</i>: [[ἀνήρ]]). Ως β' συνθετικό απαντά στις [[εξής]] λ: [[ακυρώ]], <i>επικυρώ</i>, [[κατακυρώ]], [[προσκυρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αποκυρώ</i>, [[διακυρώ]], [[εξαγκυρώ]], [[παρακυρώ]], [[συγκυρώ]], [[συνεπικυρώ]], <i>υποκυρώ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>προσεπικυρώ</i> / -<i>ώνω</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:35, 18 June 2022
Greek Monolingual
(AM κυρῶ, κυρόω)
1. καθιστώ κάτι έγκυρο, δίνω σε κάτι κύρος, επικυρώνω (α. «ο νόμος πρέπει να κυρωθεί από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας» β. «ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῦτα διελύθη», Θουκ.
γ. «ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ», Ηρόδ.)
2. επιβεβαιώνω, πιστοποιώ, διαβεβαιώνω («δόμοις ἐμοῑσι τήνδ' ἐκύρωσας φάτιν», Αισχύλ.)
μσν.
αποφασίζω
αρχ.
1. (σχετικά με επιχειρήματα ή διδασκαλίες) υποστηρίζω
2. παρέχω κάτι σε κάποιον με θέρμη («παρακαλῶ ὑμᾱς κυρῶσαι εἰς αὐτὸν ἀγάπην», ΚΔ)
3. υποστηρίζω
4. μέσ. κυροῦμαι, -όομαι
εκπληρώνω τους σκοπούς μου
5. παθ. α) (σε πλειοδοσία) κατακυρώνομαι
β) προσδιορίζομαι («ποῖ κεκύρωται τέλος;», Αισχύλ.)
γ) αποφασίζομαι («ἐκυρώθη... τηρηθῆναι τὸν νόμον», Αριστοτ.)
6. (η μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) ὁ κυρωθείς
ο πλειοδότης στον οποίο κατακυρώνεται αυτό που έχει τεθεί σε δημοπρασία
7. φρ. «κυρῶ δίκην» — εκδίδω απόφαση για δίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυρῶ πιθ. < κῦρος, ενώ δεν αποκλείεται η παραγωγή του απευθείας από το θ. κυρ- του κύρ-ιος (πρβλ. ἀνδρ-ωθῆναι: ἀνήρ). Ως β' συνθετικό απαντά στις εξής λ: ακυρώ, επικυρώ, κατακυρώ, προσκυρώ
αρχ.
αποκυρώ, διακυρώ, εξαγκυρώ, παρακυρώ, συγκυρώ, συνεπικυρώ, υποκυρώ
νεοελλ.
προσεπικυρώ / -ώνω].