κλισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges

Menander, Monostichoi, 194
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλισμός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] αναπαυτικού καθίσματος, [[ανάκλιντρο]] («χρυσέοισιν ἐπὶ κλισμοῑσι καθῑζον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατηφοριά]], [[κλίση]] εδάφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i>. Το -<i>σ</i>- από [[επίδραση]] τών [[κλίσις]], [[κλισία]].
|mltxt=[[κλισμός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] αναπαυτικού καθίσματος, [[ανάκλιντρο]] («χρυσέοισιν ἐπὶ κλισμοῖσι καθῑζον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατηφοριά]], [[κλίση]] εδάφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i>. Το -<i>σ</i>- από [[επίδραση]] τών [[κλίσις]], [[κλισία]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:40, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλισμός Medium diacritics: κλισμός Low diacritics: κλισμός Capitals: ΚΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: klismós Transliteration B: klismos Transliteration C: klismos Beta Code: klismo/s

English (LSJ)

ὁ (fem. only in Theoc.15.85), (κλίνω) A couch, κλισμούς τε θρόνους τε Od.1.145; χρύσεοι κ. Il.8.436; κ. βασιλήϊος Thgn.1191, cf. Hp.Mul.2.149, E.Or.1440 (lyr.); κ. δίφροιο Arat.251. II inclination, slope, Arist.Col.792a22.

German (Pape)

[Seite 1455] ὁ (κλίνω), Lehnstuhl, Ruhebett, neben θρόνος, Od. 1, 145 u. öfter; von diesem vielleicht ursprünglich unterschieden, vgl. θρόνος u. Ath. V, 192 f; mit einer Fußbank versehen, Od. 4, 136; βασιλήϊος Theogn. 1191; Eur. Or. 1440; sp. D., wie Arat. 251. – Die Schreibart κλεισμός, Hesych., ist falsch.

Greek (Liddell-Scott)

κλισμός: ὁ, (κλίνω) ὡς τὸ κλισία ΙΙ, κλιντήρ, ἀνάκλιντρον, συχν. παρ’ Ὁμ., κλισμούς τε θρόνους τε Ὀδ. Α 145· κοσμεῖται διὰ χρυσοῦ, Ἰλ. Θ. 436· διὰ τάπητος, Ἰλ. Ι. 200· ἔχων ὑποπόδιον (θρῆνυς), Ὀδ. Δ. 136· κλ. βασιλήϊος Θέογν. 1191, πρβλ. Ἱππ. 657. 33, Εὐρ. Ὀρ. 1440· κλ. δίφροιο Ἄρατ. 251. ΙΙ. κλίσις, κατωφέρεια, Ἀριστ. π. Χρωμ. 2, 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
lit de repos, siège allongé.
Étymologie: κλίνω.

English (Autenrieth)

(κλίνω): reclining chair, easy-chair, Od. 1.145. (Cf. adjoining cut, or Nos. 105, 106.

Greek Monolingual

κλισμός, ὁ (Α)
1. είδος αναπαυτικού καθίσματος, ανάκλιντρο («χρυσέοισιν ἐπὶ κλισμοῖσι καθῑζον», Ομ. Ιλ.)
2. κατηφοριά, κλίση εδάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω + κατάλ. -μός. Το -σ- από επίδραση τών κλίσις, κλισία.

Greek Monotonic

κλισμός: ὁ (κλίνω), καναπές, ανάκλιντρο, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλισμός -οῦ, ὁ [κλίνω] leunstoel.

Russian (Dvoretsky)

κλισμός:
1) седалище, стул (κλισμοί τε θρόνοι τε Hom.);
2) наклон, скат Arst.

Middle Liddell

κλισμός, οῦ, κλίνω
a couch, Hom.