περίβλημα: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[περιβάλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] περιβάλλει, περικαλύπτει σκεπάζει, ολοκληρωτικά [[γύρω]] [[γύρω]] [[κάτι]] [[άλλο]], [[περικάλυμμα]], [[επένδυμα]] (α. «[[περίβλημα]] από [[μέταλλο]]» β. «[[περίβλημα]] από [[δέρμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> [[κάλυμμα]] που έχει ως προορισμό τη θερμική [[προστασία]] ενός χώρου<br /><b>3.</b> [[κάλυμμα]] που σκεπάζει δακτυλιοειδή χώρο [[γύρω]] από τον κύλινδρο της ατμομηχανής στον οποίο κυκλοφορεί ο [[ατμός]] του λέβητα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[περίβλημα]] πλοίου»<br /><b>ναυτ.</b> εξωτερική [[επικάλυψη]] ενός σκάφους από [[επηγκενίδες]] ή μεταλλικά ελάσματα ώστε να εξασφαλιστεί η [[στεγανότητα]] του πλοίου<br /><b>5.</b> <b>βοτ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] του θεμελιώδους μεριστώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο περιβάλλει [[κανείς]] το [[σώμα]] του, [[ένδυμα]] («πολυτελέστατον ἐν τοῖς περσικοῑς περιβλήμασιν», Δημόκρ.)<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ιδιαίτερου ενδύματος<br /><b>2.</b> μεμβράνη<br /><b>3.</b> περιφραγμένος [[χώρος]]<br /><b>4.</b> [[περιτοίχισμα]], [[οχύρωμα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «τὰ ἐν Διονύσου περιβλήματα» — τα κοστούμια τών ηθοποιών (Μάξ. Τυρ.).
|mltxt=το, ΝΑ [[περιβάλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] περιβάλλει, περικαλύπτει σκεπάζει, ολοκληρωτικά [[γύρω]] [[γύρω]] [[κάτι]] [[άλλο]], [[περικάλυμμα]], [[επένδυμα]] (α. «[[περίβλημα]] από [[μέταλλο]]» β. «[[περίβλημα]] από [[δέρμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> [[κάλυμμα]] που έχει ως προορισμό τη θερμική [[προστασία]] ενός χώρου<br /><b>3.</b> [[κάλυμμα]] που σκεπάζει δακτυλιοειδή χώρο [[γύρω]] από τον κύλινδρο της ατμομηχανής στον οποίο κυκλοφορεί ο [[ατμός]] του λέβητα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[περίβλημα]] πλοίου»<br /><b>ναυτ.</b> εξωτερική [[επικάλυψη]] ενός σκάφους από [[επηγκενίδες]] ή μεταλλικά ελάσματα ώστε να εξασφαλιστεί η [[στεγανότητα]] του πλοίου<br /><b>5.</b> <b>βοτ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] του θεμελιώδους μεριστώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο περιβάλλει [[κανείς]] το [[σώμα]] του, [[ένδυμα]] («πολυτελέστατον ἐν τοῖς περσικοῖς περιβλήμασιν», Δημόκρ.)<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ιδιαίτερου ενδύματος<br /><b>2.</b> μεμβράνη<br /><b>3.</b> περιφραγμένος [[χώρος]]<br /><b>4.</b> [[περιτοίχισμα]], [[οχύρωμα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «τὰ ἐν Διονύσου περιβλήματα» — τα κοστούμια τών ηθοποιών (Μάξ. Τυρ.).
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:55, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίβλημα Medium diacritics: περίβλημα Low diacritics: περίβλημα Capitals: ΠΕΡΙΒΛΗΜΑ
Transliteration A: períblēma Transliteration B: periblēma Transliteration C: perivlima Beta Code: peri/blhma

English (LSJ)

ατος, τό, A garment, Arist.Pr.870a27, LXXNu.31.20, Democr.Eph.1; as name of a particular garment, PCair.Zen.92.2 (iii B.C.); = Lat. palla, Gloss.; τὰ ἐν Διονύσου π. actors' robes, Max.Tyr.7.10; π. σαρκῶν Ph.1.281; of a membrane, Gal.UP7.3. II = περίβολος 11.2, Ph.2.148; enceinte, fortification, Pl.Plt. 288b.

German (Pape)

[Seite 570] τό, Alles, was man umwirft, Umhüllung, Bedeckung; Plat. Polit. 288 b; περσικά, Ath. XII, 525 d.

Greek (Liddell-Scott)

περίβλημα: τό, ὃ περιβάλλεταί τις, ὡς τὸ περιβόλαιον (ὃ ἴδε), Πλάτ. Πολιτ. 288Β, πρβλ. Δημόκριτ. Ἐφέσιον παρ’ Ἀθην. 525D. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 144.

Greek Monolingual

το, ΝΑ περιβάλλω
νεοελλ.
1. οτιδήποτε περιβάλλει, περικαλύπτει σκεπάζει, ολοκληρωτικά γύρω γύρω κάτι άλλο, περικάλυμμα, επένδυμα (α. «περίβλημα από μέταλλο» β. «περίβλημα από δέρμα»)
2. τεχνολ. κάλυμμα που έχει ως προορισμό τη θερμική προστασία ενός χώρου
3. κάλυμμα που σκεπάζει δακτυλιοειδή χώρο γύρω από τον κύλινδρο της ατμομηχανής στον οποίο κυκλοφορεί ο ατμός του λέβητα
4. φρ. «περίβλημα πλοίου»
ναυτ. εξωτερική επικάλυψη ενός σκάφους από επηγκενίδες ή μεταλλικά ελάσματα ώστε να εξασφαλιστεί η στεγανότητα του πλοίου
5. βοτ. άλλη ονομασία του θεμελιώδους μεριστώματος
αρχ.
1. αυτό με το οποίο περιβάλλει κανείς το σώμα του, ένδυμα («πολυτελέστατον ἐν τοῖς περσικοῖς περιβλήμασιν», Δημόκρ.)
2. ονομασία ιδιαίτερου ενδύματος
2. μεμβράνη
3. περιφραγμένος χώρος
4. περιτοίχισμα, οχύρωμα
5. φρ. «τὰ ἐν Διονύσου περιβλήματα» — τα κοστούμια τών ηθοποιών (Μάξ. Τυρ.).

Russian (Dvoretsky)

περίβλημα: ατος τό
1) покров, оболочка Arst.;
2) стена (γήϊνα περιβλήματα καὶ λίθινα Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίβλημα -ατος, τό [περιβάλλω] versterkte omheining.