ἀλγηδών: Difference between revisions

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όνος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[dolor]] τὰς πρὸς κληῖδα περαινούσας ἀλγηδόνας Hp.<i>Acut</i>.22, cf. <i>Liqu</i>.2, <i>Mul</i>.1.91, πικρά E.<i>Fr</i>.908.2, ὀδύνη τις ἢ [[ἀλγηδών]] Pl.<i>R</i>.413b, LXX 2<i>Ma</i>.9.9, πόνος καὶ ἀ. X.<i>Mem</i>.1.2.54, D.S.17.117, cf. Isoc.8.40, Plb.12.25.2<br /><b class="num">•</b>c. gen. τῶν ἄρθρων Hp.<i>Dieb.Iudic</i>.8, τραυμάτων E.<i>Andr</i>.259, τοῦ ποδός Aesop.257.1, στομάχου Amythaon en Gal.13.983, πληγῶν Plu.2.8f, τῶν κροτάφων Gal.12.528, τῶν ὀδόντων Gal.12.875<br /><b class="num">•</b>c. giro prep. ἀ. γίνεται παρ' ὅλον Hp.<i>Coac</i>.394<br /><b class="num">•</b>como término fil., frec. op. ἡδονή Pl.<i>Phd</i>.65c, cf. Pl.<i>Grg</i>.478c, Ph.1.674, esp. entre los epicúreos φρίκη θεῶν καὶ θανάτου καὶ ἀλγηδόνων Phld.<i>Oec</i>.24.4, cf. Epicur.[1] 137.2, 9, <i>Ep</i>.[4] 129.7, Metrod.7, Diog.Oen.33.6.8<br /><b class="num">•</b>fig. [[tormento]] αἱ γυναῖκες ... ἀλγηδόνες σφίσι ὀφθαλμῶν Hdt.5.18, ἀλγηδόνες ὀμμάτων αἱ Περσίδες Plu.<i>Alex</i>.21.<br /><b class="num">2</b> [[pena]], [[pesar]], [[sufrimiento]] δειλαίας ... ἀλγηδόνος S.<i>OC</i> 514, ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ' ἀλγηδόνος E.<i>Med</i>.56, φρενῶν E.<i>Fr</i>.573, σῶμ' ὑφεῖσ' ἀλγηδόσι E.<i>Med</i>.24, cf. <i>GVI</i> 1474 (Renea I d.C.).
|dgtxt=-όνος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[dolor]] τὰς πρὸς κληῖδα περαινούσας ἀλγηδόνας Hp.<i>Acut</i>.22, cf. <i>Liqu</i>.2, <i>Mul</i>.1.91, πικρά E.<i>Fr</i>.908.2, ὀδύνη τις ἢ [[ἀλγηδών]] Pl.<i>R</i>.413b, [[LXX]] 2<i>Ma</i>.9.9, πόνος καὶ ἀ. X.<i>Mem</i>.1.2.54, D.S.17.117, cf. Isoc.8.40, Plb.12.25.2<br /><b class="num">•</b>c. gen. τῶν ἄρθρων Hp.<i>Dieb.Iudic</i>.8, τραυμάτων E.<i>Andr</i>.259, τοῦ ποδός Aesop.257.1, στομάχου Amythaon en Gal.13.983, πληγῶν Plu.2.8f, τῶν κροτάφων Gal.12.528, τῶν ὀδόντων Gal.12.875<br /><b class="num">•</b>c. giro prep. ἀ. γίνεται παρ' ὅλον Hp.<i>Coac</i>.394<br /><b class="num">•</b>como término fil., frec. op. ἡδονή Pl.<i>Phd</i>.65c, cf. Pl.<i>Grg</i>.478c, Ph.1.674, esp. entre los epicúreos φρίκη θεῶν καὶ θανάτου καὶ ἀλγηδόνων Phld.<i>Oec</i>.24.4, cf. Epicur.[1] 137.2, 9, <i>Ep</i>.[4] 129.7, Metrod.7, Diog.Oen.33.6.8<br /><b class="num">•</b>fig. [[tormento]] αἱ γυναῖκες ... ἀλγηδόνες σφίσι ὀφθαλμῶν Hdt.5.18, ἀλγηδόνες ὀμμάτων αἱ Περσίδες Plu.<i>Alex</i>.21.<br /><b class="num">2</b> [[pena]], [[pesar]], [[sufrimiento]] δειλαίας ... ἀλγηδόνος S.<i>OC</i> 514, ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ' ἀλγηδόνος E.<i>Med</i>.56, φρενῶν E.<i>Fr</i>.573, σῶμ' ὑφεῖσ' ἀλγηδόσι E.<i>Med</i>.24, cf. <i>GVI</i> 1474 (Renea I d.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:40, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλγηδών Medium diacritics: ἀλγηδών Low diacritics: αλγηδών Capitals: ΑΛΓΗΔΩΝ
Transliteration A: algēdṓn Transliteration B: algēdōn Transliteration C: algidon Beta Code: a)lghdw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, A pain, suffering, of body, Hdt.5.18, Hp.Coac.394, E.Med.24; ὀδύνη τις ἢ ἀ. Pl.R.413b : pl., Prt.354b. II of mind, pain, grief. S.OC514, E.Med.56, Metrod.7 : pl., Phld.D.1.16, etc. III cause of pain, ἀλγηδόνες ὀμμάτων αἱ Περσίδες Alex. ap. Plu.Alex.21. - Not in A., once in S.

German (Pape)

[Seite 90] όνος, ἡ, Schmerzgefühl, Soph. O. C. 516; Her. 5, 18; Isocr. 8, 40 im plur.; Plat. sehr oft im Ggstz von ἡδονή, Phaed. 65 c; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλγηδών: -όνος, ἡ, αἴσθημα πόνου, πόνος, ὀδύνη τοῦ σώματος, Ἡρόδ. 5. 18, Εὐρ. Μήδ. 24, Πλάτ. Πρωτ. 354Β· ὀδύνη τις ἢ ἀλγ., ὁ αὐτ. Πολ. 413Β, Φαίδ. 65C. ΙΙ. ἐπὶ ψυχικοῦ πόνου, ὀδύνη, θλῖψις, λύπη, Σοφ. Ο. Κ. 215, Εὐρ. Μήδ. 56, καὶ ἀλλ. (πρὸς τὴν κατάλ. -ηδών, ταύτης καὶ τῆς λέξεως χαιρηδών, πρβλ. τὰς Λατ. torpedo, lib-ido, cup-ido).

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
1 souffrance physique;
2 souffrance morale, douleur, peine.
Étymologie: ἀλγέω.

Spanish (DGE)

-όνος, ἡ
1 dolor τὰς πρὸς κληῖδα περαινούσας ἀλγηδόνας Hp.Acut.22, cf. Liqu.2, Mul.1.91, πικρά E.Fr.908.2, ὀδύνη τις ἢ ἀλγηδών Pl.R.413b, LXX 2Ma.9.9, πόνος καὶ ἀ. X.Mem.1.2.54, D.S.17.117, cf. Isoc.8.40, Plb.12.25.2
c. gen. τῶν ἄρθρων Hp.Dieb.Iudic.8, τραυμάτων E.Andr.259, τοῦ ποδός Aesop.257.1, στομάχου Amythaon en Gal.13.983, πληγῶν Plu.2.8f, τῶν κροτάφων Gal.12.528, τῶν ὀδόντων Gal.12.875
c. giro prep. ἀ. γίνεται παρ' ὅλον Hp.Coac.394
como término fil., frec. op. ἡδονή Pl.Phd.65c, cf. Pl.Grg.478c, Ph.1.674, esp. entre los epicúreos φρίκη θεῶν καὶ θανάτου καὶ ἀλγηδόνων Phld.Oec.24.4, cf. Epicur.[1] 137.2, 9, Ep.[4] 129.7, Metrod.7, Diog.Oen.33.6.8
fig. tormento αἱ γυναῖκες ... ἀλγηδόνες σφίσι ὀφθαλμῶν Hdt.5.18, ἀλγηδόνες ὀμμάτων αἱ Περσίδες Plu.Alex.21.
2 pena, pesar, sufrimiento δειλαίας ... ἀλγηδόνος S.OC 514, ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ' ἀλγηδόνος E.Med.56, φρενῶν E.Fr.573, σῶμ' ὑφεῖσ' ἀλγηδόσι E.Med.24, cf. GVI 1474 (Renea I d.C.).

Greek Monolingual

ἀλγηδὼν (-όνος), η (Α) ἀλγῶ
1. σωματικός πόνος, άλγος, ψυχικός πόνος, οδύνη, θλίψη
2. πρόκληση πόνου.

Greek Monotonic

ἀλγηδών: -όνος, ἡ (ἀλγέω),
I. αίσθημα πόνου, πόνος, σωματικός πόνος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
II. λέγεται για ψυχικό πόνο, πόνος, θλίψη, οδύνη, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλγηδών: όνος ἡ
1) боль, страдание, мука Her., Trag., Plat.,;
2) скорбь, печаль, горе Trag., Isocr., Plat., Plut.

Middle Liddell

ἀλγέω
I. a sense of pain, pain, suffering, Hdt., Eur., etc.
II. of mind, pain, grief, Soph., Eur., etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλγηδών -όνος, ἡ ἀλγέω pijn, leed.

English (Woodhouse)

pain, physical or mental pain

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)