διασχηματίζω: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
m (Text replacement - "πρᾱγμ" to "πρᾶγμ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διασχηματίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[σχήμα]] σε [[κάτι]], [[διαμορφώνω]]<br /><b>2.</b> [[απεικονίζω]], αναπαριστώ, [[περιγράφω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> (για τον θεό) [[σχηματίζω]] ως [[δημιουργός]] («οὕτω δὴ [[τότε]] πεφυκότα ταῦτα πρῶτον διεσχηματίσαντο εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῖς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> ετοιμάζομαι για [[κάτι]] («ἐκεῖνος ἐπἰ τὸ πρᾱγμα διεσχηματισμένος»).
|mltxt=[[διασχηματίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[σχήμα]] σε [[κάτι]], [[διαμορφώνω]]<br /><b>2.</b> [[απεικονίζω]], αναπαριστώ, [[περιγράφω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> (για τον θεό) [[σχηματίζω]] ως [[δημιουργός]] («οὕτω δὴ [[τότε]] πεφυκότα ταῦτα πρῶτον διεσχηματίσαντο εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῖς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> ετοιμάζομαι για [[κάτι]] («ἐκεῖνος ἐπἰ τὸ πρᾶγμα διεσχηματισμένος»).
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 16:55, 25 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασχημᾰτίζω Medium diacritics: διασχηματίζω Low diacritics: διασχηματίζω Capitals: ΔΙΑΣΧΗΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: diaschēmatízō Transliteration B: diaschēmatizō Transliteration C: diaschimatizo Beta Code: diasxhmati/zw

English (LSJ)

A shape, form variously, Str.17.1.4, Plu.2.4993:— Med., of God, mould as Creator, Pl.Ti.53b:—Pass., ib.50c. 2 simply, shape, model, Luc.Icar.6, v.l. in Prom.11 (Pass.). 3 shape oneself, prepare, ἐπὶ πρᾶγμα Eun.Hist.p.269D.

German (Pape)

[Seite 605] durchbilden, gestalten, Plat. Tim. 50 c u. Sp. – Med., schmücken, Plat. Tim. 53 c.

Greek (Liddell-Scott)

διασχημᾰτίζω: δίδω σχῆμα, διαπλάττω· παθ., λαμβάνω σχῆμα, μορφοῦμαι, Πλάτ. Τιμ. 50Β, Λουκ. Προμ. 11. ΙΙ. Μέσ., κοσμῶ, Πλάτ. Τιμ. 53Β.

French (Bailly abrégé)

donner une forme achevée ; Pass. avoir une forme achevée.
Étymologie: διά, σχηματίζω.

Spanish (DGE)

1 formar, configurar διασχηματίζει τὴν χώραν διαφόρως el rio Nilo, Str.17.1.4, τρίγωνα ἐπὶ τετραγώνοις διασχηματίζοντες inscribiendo triángulos en cuadrados Luc.Icar.6, cf. Plu.2.499e, AB 36.9, en v. pas. ἐκμαγεῖον ... κινούμενον ... καὶ διασχηματιζόμενον ὑπὸ τῶν εἰσιόντων la materia del demiurgo, Pl.Ti.50c, Ζεὺς ... διεσχημάτισται, πᾶν χρῶμα γεγονώς Plu.2.926d, cf. Luc.Prom.11
tb. en v. med. moldear, dar forma οὕτω ... πεφυκότα ταῦτα πρῶτον διεσχηματίσατο εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῖς Pl.Ti.53b.
2 hacer muecas τῷ στόματι para hacer reír AB 36.9
tb. en v. med. τοῖς κωφοῖς διασχηματιζόμενοι καὶ χειρονομοῦντες τὸ πρακτέον ὑποσημαίνομεν haciendo muecas y gesticulando indicamos a los sordos lo que deben hacer Gr.Nyss.Eun.2.242.
3 perf. med.-pas. estar preparado ἐπὶ τὸ πρᾶγμα διεσχηματισμένος Eun.Hist.72.1, εἰς ἑτέρας χρείας διεσχημάτιστο de una fortificación, Synes.Ep.66.

Greek Monolingual

διασχηματίζω (Α)
1. δίνω σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω
2. απεικονίζω, αναπαριστώ, περιγράφω
3. μέσ. (για τον θεό) σχηματίζω ως δημιουργός («οὕτω δὴ τότε πεφυκότα ταῦτα πρῶτον διεσχηματίσαντο εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῖς», Πλούτ.)
4. ετοιμάζομαι για κάτι («ἐκεῖνος ἐπἰ τὸ πρᾶγμα διεσχηματισμένος»).

Russian (Dvoretsky)

διασχημᾰτίζω: придавать окончательный вид, формировать, pass. приобретать форму, оформляться (εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῖς Plat.; τοῦτον διεσχηματίσθαι - v.l. ἐσχηματίσθαι - τὸν τρόπον Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σχηματίζω vormen, vormgeven, met acc.

Middle Liddell

fut. σω
to form completely: Pass. to be so formed, Plat.