ἑταιρεῖος: Difference between revisions
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑταιρεῖος''': -α, -ον, Ἰων. -ήϊος, η, ον, ἀνήκων εἰς ἑταίρους, [[Ζεὺς]] ἑτ., προστάτης τῆς φιλίας, Ἡρόδ. 1. 44, Δίφιλος ἐν «Βαλανείῳ» 1· [[φόνος]] ἑτ., ὁ [[φόνος]] συντρόφου, Ἀνθ. Π. 9. 519. ΙΙ. [[ἐρωτικός]], [[πλήρης]] ἀγάπης, ἑτ. [[φιλότης]] Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 58, πρβλ. ἈΝθ. Π. 9. 415. | |lstext='''ἑταιρεῖος''': -α, -ον, Ἰων. -ήϊος, η, ον, ἀνήκων εἰς ἑταίρους, [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἑτ., προστάτης τῆς φιλίας, Ἡρόδ. 1. 44, Δίφιλος ἐν «Βαλανείῳ» 1· [[φόνος]] ἑτ., ὁ [[φόνος]] συντρόφου, Ἀνθ. Π. 9. 519. ΙΙ. [[ἐρωτικός]], [[πλήρης]] ἀγάπης, ἑτ. [[φιλότης]] Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 58, πρβλ. ἈΝθ. Π. 9. 415. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἑταιρεῑος, -α, -ον, ιων. τ. ἑταιρήϊος, -η, -ον (Α) [[εταίρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στους φίλους, στους συντρόφους («ἑταιρεῑος [[φόνος]]» — ο [[φόνος]] εταίρου, συντρόφου)<br /><b>2.</b> [[ερωτικός]], [[γεμάτος]] [[αγάπη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[Ζεὺς]] ἑταιρεῑος» — ο [[Ζευς]] ως [[προστάτης]] της φιλίας<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑταιρεῑον</i><br />το [[σπίτι]] της εταίρας. | |mltxt=ἑταιρεῑος, -α, -ον, ιων. τ. ἑταιρήϊος, -η, -ον (Α) [[εταίρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στους φίλους, στους συντρόφους («ἑταιρεῑος [[φόνος]]» — ο [[φόνος]] εταίρου, συντρόφου)<br /><b>2.</b> [[ερωτικός]], [[γεμάτος]] [[αγάπη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[Ζεύς|Ζεὺς]] ἑταιρεῑος» — ο [[Ζευς]] ως [[προστάτης]] της φιλίας<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑταιρεῑον</i><br />το [[σπίτι]] της εταίρας. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑταιρεῖος:''' -α, -ον, Ιων. -ήϊος, -η, -ον, αυτός που ανήκει σε εταίρους, [[εταιρικός]], [[συντροφικός]]· [[Ζεὺς]] ἑτ., [[προστάτης]] της [[φιλίας]], σε Ηρόδ.· [[φόνος]] ἑτ., [[φόνος]] συντρόφου, φίλου, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἑταιρεῖος:''' -α, -ον, Ιων. -ήϊος, -η, -ον, αυτός που ανήκει σε εταίρους, [[εταιρικός]], [[συντροφικός]]· [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἑτ., [[προστάτης]] της [[φιλίας]], σε Ηρόδ.· [[φόνος]] ἑτ., [[φόνος]] συντρόφου, φίλου, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />of or belonging to companions, [[Ζεὺς]] ἑτ. presiding [[over]] fellowship, Hdt.; [[φόνος]] ἑτ. the [[murder]] of a [[comrade]], Anth. | |mdlsjtxt=<br />of or belonging to companions, [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἑτ. presiding [[over]] fellowship, Hdt.; [[φόνος]] ἑτ. the [[murder]] of a [[comrade]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:26, 30 July 2022
English (LSJ)
α, ον, Ion. ἑταιρ-ήϊος, η, ον, (ἑταίρειος Hdn.Gr.1.137):—A of or belonging to companions : Ζεὺς ἑ. presiding over fellowship, Hdt.1.44, Diph.20, D.Chr. 1.39, etc.; so, of God, Ph.2.452; φόνος ἑ. the murder of a comrade, AP9.519 (Alc. Mess.). II amorous, ἑ. φιλότης h.Merc.58; στόλος AP9.415 (Antiphil.). III ἑταιρεῖον, τό, house of a ἑταίρα, Sch. Ar.Eq.873.
German (Pape)
[Seite 1046] ion. ἑταιρήϊος, den Genossen, Freund betreffend, Ζεύς, der Vorsteher u. Beschützer aller Verbindungen u. Genossenschaften, Her. 1, 44; Diphil. Ath. X, 446 d XIII, 572 d u. A.; – φόνος, des Freundes, Alc. Mess. 4 (IX, 519); – φιλότης, buhlerisch, H. h. Merc. 58; στόλος, einer Hetäre, Antiphil. 1 (IX, 415).
Greek (Liddell-Scott)
ἑταιρεῖος: -α, -ον, Ἰων. -ήϊος, η, ον, ἀνήκων εἰς ἑταίρους, Ζεὺς ἑτ., προστάτης τῆς φιλίας, Ἡρόδ. 1. 44, Δίφιλος ἐν «Βαλανείῳ» 1· φόνος ἑτ., ὁ φόνος συντρόφου, Ἀνθ. Π. 9. 519. ΙΙ. ἐρωτικός, πλήρης ἀγάπης, ἑτ. φιλότης Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 58, πρβλ. ἈΝθ. Π. 9. 415.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui préside aux amitiés, aux réunions d’amis (Zeus).
Étymologie: ἑταῖρος.
Greek Monolingual
ἑταιρεῑος, -α, -ον, ιων. τ. ἑταιρήϊος, -η, -ον (Α) εταίρος
1. αυτός που ανήκει στους φίλους, στους συντρόφους («ἑταιρεῑος φόνος» — ο φόνος εταίρου, συντρόφου)
2. ερωτικός, γεμάτος αγάπη
3. φρ. «Ζεὺς ἑταιρεῑος» — ο Ζευς ως προστάτης της φιλίας
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑταιρεῑον
το σπίτι της εταίρας.
Greek Monotonic
ἑταιρεῖος: -α, -ον, Ιων. -ήϊος, -η, -ον, αυτός που ανήκει σε εταίρους, εταιρικός, συντροφικός· Ζεὺς ἑτ., προστάτης της φιλίας, σε Ηρόδ.· φόνος ἑτ., φόνος συντρόφου, φίλου, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἑταιρεῖος:
1) относящийся к другу: φόνος ἑ. Anth. убийство друга;
2) покровительствующий дружбе (Ζεύς Her.; θεός Arst.);
3) влюбленный, любовный (φιλότης HH);
4) надеваемый гетерами, гетерин (στόλος Anth.).
Middle Liddell
of or belonging to companions, Ζεὺς ἑτ. presiding over fellowship, Hdt.; φόνος ἑτ. the murder of a comrade, Anth.