παραυδάω: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παραυδάω:'''<br /><b class="num">1)</b> уговаривать, увещевать (μειλιχίοις [[ἐπέεσσι]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> успокаивать, утешать (π. τινί τι Hom.). | |elrutext='''παραυδάω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[уговаривать]], [[увещевать]] (μειλιχίοις [[ἐπέεσσι]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[успокаивать]], [[утешать]] (π. τινί τι Hom.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:20, 19 August 2022
English (LSJ)
A console, encourage (Hom. only in Od.), μύθοις ἀγανοῖσι παραυδήσας Od.15.53; μειλιχίοις ἐπέεσσι παραυδῶν 16.279, cf. Q.S. 5.261; μὴ ταῦτα παραύδα, χρῶτ' ἀπονίπτεσθαι do not coax me thus, to wash, Od.18.178. II c. acc. rei, speak lightly of, make light of, μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα 11.488.
German (Pape)
[Seite 505] zureden, trösten, beruhigen; ἀγανοῖς μύθοις, μειλιχίοις ἐπέεσσι, Od. 15, 53. 16, 279; θάνατον παραυδᾶν τινι, Einen über den Tod trösten, 11, 488; c. inf., μὴ ταῦτα παραύδα, κηδομένη περ, χρῶτ' ἀπονίπτεσθαι, 18, 178; einzeln bei sp. D., wie παραυδήσας Qu. Sm. 5, 261.
Greek (Liddell-Scott)
παραυδάω: ὁμιλῶ παρηγορῶν ἢ παραθαρρύνων, μύθοις ἀγανοῖσι παραυδήσας, «παραμυθησάμενος» (Σχολ.), Ὀδ. Ο. 53· μειλιχίοις ἐπέεσσι παραυδῶν Π. 279· προσπαθῶ νὰ πείσω τινὰ διὰ πειστικῶν λόγων νὰ πράξῃ τι, παραινῶ, συμβουλεύω, μὴ ταῦτα παραύδα, χρῶτ’ ἀπονίπτεσθαι Σ. 178. ΙΙ. μετ. αἰτ. πράγμ., ὁμιλῶ περί τινος ὡς περὶ μικροῦ πράγματος, μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα Λ. 487. - Οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 consoler par des paroles, acc. ; θάνατόν τινι OD consoler qqn de la mort;
2 conseiller de, inf..
Étymologie: παρά, αὐδάω.
English (Autenrieth)
imp. παραύδᾶ, aor. part. παραυδήσᾶς: try to win over by address, persuade, urge; θάνατόν τινι, ‘speak consolingly of,’ ‘extenuate,’ Od. 11.488. (Od.)
Greek Monotonic
παραυδάω: μέλ. -ήσω,
I. μιλώ έτσι ώστε να παρηγορήσω ή να ενθαρρύνω, σε Ομήρ. Οδ.· μὴ ταῦτα παραύδα, μη μου μιλάς γι' αυτό, στο ίδ.
II. με αιτ. πράγμ., μιλώ ελαφρά, αψήφιστα για κάτι, μὴδή μοι θάνατόν γε παραύδα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
παραυδάω:
1) уговаривать, увещевать (μειλιχίοις ἐπέεσσι Hom.);
2) успокаивать, утешать (π. τινί τι Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-αυδάω bemoedigend toespreken; met acc. v. h. inw. obj.: μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα troost mij niet met mijn dood Od. 11.488; μὴ ταῦτα παραύδα... χρῶτ ’ ἀπονίπτεσθαι καὶ ἐπιχρίεσθαι geef mij dat advies niet, om mijn lichaam te wassen en te zalven Od. 18.178.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to address so as to console or encourage, Od.; μὴ ταῦτα παραύδα do not talk me into this, Od.
II. c. acc. rei, to speak lightly of, μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα Od.