σάγμα: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σάγμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> одежда, плащ Arph.;<br /><b class="num">2)</b> покров, чехол (Arph.; τεύχη ἐν σάγμασιν Eur.);<br /><b class="num">3)</b> вьючное седло (τὰ σάγματα τῶν ὑποζυγίων Plut.);<br /><b class="num">4)</b> груда, куча (σάγματα ὅπλων Plut.).
|elrutext='''σάγμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> одежда, плащ Arph.;<br /><b class="num">2)</b> [[покров]], [[чехол]] (Arph.; τεύχη ἐν σάγμασιν Eur.);<br /><b class="num">3)</b> вьючное седло (τὰ σάγματα τῶν ὑποζυγίων Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[груда]], [[куча]] (σάγματα ὅπλων Plut.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:25, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάγμα Medium diacritics: σάγμα Low diacritics: σάγμα Capitals: ΣΑΓΜΑ
Transliteration A: ságma Transliteration B: sagma Transliteration C: sagma Beta Code: sa/gma

English (LSJ)

ατος, τό, (σάττω) mostly in plural, A covering, clothing, esp. like σάγος, large cloak, Ar.V.1142; covering of a shield, E.Andr.617, Ar. Ach.574. II later, like σαγή ΙΙ, pack saddle, Ostr.Bodl.i321 (ii B.C.), Str.15.1.20, POxy.326 (i A.D.); τὰ σ. τῶν ὑποζυγίων Plu. Pomp.41, cf. Arat.25; τῆς καμήλου LXX Ge.31.34; cj. in A.Pr. 463. III pile, ὅπλων Plu.Cat.Ma.20.

German (Pape)

[Seite 857] τό, 1) das, was dem Pferde, Esel, Maulthier aufgepackt wird, Decke, Saum- oder Packsattel, Plut. Pomp. 41 Arat. 25; auch die darauf gepackte Last, die ganze Last eines Maulthiers, App. Mthr. 82. – 2) von Menschen. Bedeckung, Bekleidung, bes., wie σάγος, ein grobes Oberkleid, Ar. Vesp. 1142, wo der Schol. erkl. μαλλωτὸς σάγος. – 3) Überzug eines Schildes, Schildfutteral, τὸ τῆς ἀσπίδος ἔλυτρον, Phot. u. Hesych.: ἡ θήκη τοῦ ὅπλου, Suid., der aus Soph. (frg. 939) anführt κάλλιστα τεύχη δ' ἐν καλοῖσι σάγμασιν. So Ar. Ach. 548: τίς Γοργόν' ἐξήγειρεν ἐκ τοῦ σάγματος, d. i. den mit der Gorgo bezeichneten Schild. – 4) alles dicht über einander Gehäufte, Haufen, ἐν πολλοῖς σάγμασιν ὅπλων, Plut. Cat. mai. 20.

Greek (Liddell-Scott)

σάγμα: τό, (σάττω) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., κάλυμμα, ἐπένδυμα, ὡς τὸ σάγος, μέγα ἐπανωφόριον, δοκεῖ ἐοικέναι μάλιστα Μορύχου σάγματι Ἀριστοφ. Σφ. 1142· - τὸ ἐπικάλυμμα ἢ ἐπένδυμα ἀσπίδος, Ευρ. Ἀνδρ. 618, Ἀριστοφ. Ἀχ. 574.
ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὡς τὸ σαγὴ ΙΙ, ἐπίσαγμα, «σαμάρι» πρὸς φόρτωσιν, Στράβ. 693· τὰ σ. τῶν ὑποζυγίων Πλουτ. Πομπ. 41, Ἄρατ. 25· τῆς καμήλου Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΑ΄, 34). ΙΙΙ. πράγματα σεσωρευμένα εἰς τὸ αὐτὸ μέρος, σωρός, ὅπλων Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 20.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
charge, attirail ; d’où
I. attirail d’équipement :
1 armure;
2 vêtement, manteau;
3 postér. harnais de bête de somme, bât, selle;
II. tas, monceau.
Étymologie: R. Σαγ, charger ; v. σάττω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και σάχμα Α
κατασκευή που εφαρμόζεται στη ράχη υποζυγίου και χρησιμεύει για την τοποθέτηση φορτίου πάνω σε αυτήν, κν. σαμάρι («ἐνέβαλεν αὐτὰ [τὰ εἴδωλα] εἰς τὸ σάγμα τῆς καμήλου», ΠΔ)
νεοελλ.
καθένας από τους τριβείς που παρεντίθενται μεταξύ του άξονα και του κυρίως εδράνου σιδηροδρομικού οχήματος
αρχ.
1. κάλυμμα ανθρώπων, μεγάλο πανωφόρι, επενδύτης
2. επένδυμα ασπίδας («τίς Γοργόν' ἐξήγειρεν ἐκ τοῦ σάγματος;», Αριστοφ.)
3. σωρός, στοίβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σαγ- βλ. λ. σάττω) + κατάλ. -μα (πρβλ. πράγ-μα)].

Greek Monotonic

σάγμα: -ατος, τό (σάττω),
I. κυρίως στον πληθ., κάλυμμα· επένδυση, θήκη ασπίδας, σε Ευρ., Αριστοφ.· μεγάλο, ευρύχωρο πανωφόρι, σε Αριστοφ.
II. σαμάρι, σε Στράβ., Πλούτ.
III. σωρός, σωρεία, ὅπλων, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σάγμα: ατος τό
1) одежда, плащ Arph.;
2) покров, чехол (Arph.; τεύχη ἐν σάγμασιν Eur.);
3) вьючное седло (τὰ σάγματα τῶν ὑποζυγίων Plut.);
4) груда, куча (σάγματα ὅπλων Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σάγμα -ατος, τό [σάττω] bedekking:. τίς Γοργόν ’ ἐξέγειρεν ἐκ τοῦ σάγματος; wie heeft mijn Gorgo uit het foedraal wakker geroepen? Aristoph. Ach. 574. stapel, pakzadel:. σάγματα τῶν ὑποζυγίων pakzadels van de lastdieren Plut. Pomp. 41.6; σάγματα ὅπλων stapels wapentuig Plut. CMa 20.11.

Middle Liddell

σάγμα, ατος, τό, σάττω
I. mostly in plural covering: the covering of a shield, Eur., Ar.: a large cloak, Ar.
II. a pack-saddle, Strab., Plut.
III. a pile, ὅπλων Plut.

English (Woodhouse)

cover for arms, for a shield, wrapping to cover up arms

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Wikipedia EN

A pack saddle is any device designed to be secured on the back of a horse, mule, or other working animal so it can carry heavy loads such as luggage, firewood, small cannons, or other things too heavy to be carried by humans.

Translations

an: bastes; ar: حزمة السرج; ca: albarda; en: pack saddle; es: albarda; eu: basta; fa: پالان; fr: bât; gl: albarda; mk: самар; nn: kløv; pt: albarda; ru: вьюк; scn: varduni; sh: samar