χορηγεῖον: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χορηγεῖον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> хорегей (место или помещение для хороводных репетиций) Dem.;<br /><b class="num">2)</b> Polyb. [[varia lectio|v.l.]] = [[χορήγιον]].
|elrutext='''χορηγεῖον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[хорегей]] (место или помещение для хороводных репетиций) Dem.;<br /><b class="num">2)</b> Polyb. [[varia lectio|v.l.]] = [[χορήγιον]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χορηγεῖον]], ου, τό,<br /><b class="num">I.</b> the [[place]] in [[which]] a [[chorus]] was [[trained]], [[their]] [[dancing]]-[[school]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> in plural χορηγεῖα or χορήγια, ων, τά, [[supplies]] for an [[army]], Lat. [[commeatus]], Polyb.; cf. [[χορηγία]] II. 2.
|mdlsjtxt=[[χορηγεῖον]], ου, τό,<br /><b class="num">I.</b> the [[place]] in [[which]] a [[chorus]] was [[trained]], [[their]] [[dancing]]-[[school]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> in plural χορηγεῖα or χορήγια, ων, τά, [[supplies]] for an [[army]], Lat. [[commeatus]], Polyb.; cf. [[χορηγία]] II. 2.
}}
}}

Revision as of 13:20, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορηγεῖον Medium diacritics: χορηγεῖον Low diacritics: χορηγείον Capitals: ΧΟΡΗΓΕΙΟΝ
Transliteration A: chorēgeîon Transliteration B: chorēgeion Transliteration C: chorigeion Beta Code: xorhgei=on

English (LSJ)

τό, A = χορήγιον, the school in which a chorus was trained for public performance, Phryn.PSp.126 B. 2 generally, school, Epich.13,104. II treasury, revenue, τὸ Διονυσίου χ. Aristox. Fr.Hist.15.

German (Pape)

[Seite 1365] τό, = χορήγιον; Ath. X, 456 e; Phryn. in B. A. 82.

Greek (Liddell-Scott)

χορηγεῖον: τό, ὁ τόπος ἐν ᾧ ἐδιδάσκοντο οἱ χορευταὶ ὅπως λάβωσι μέρος εἰς τὴν δημοσίᾳ γεινομένην παράστασιν, χοροδιδασκαλεῖον, Δημ. 403. 22, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 106, Α. Β. 72. 2) καθόλου, Σχολεῖον, Πολυδ. Θ΄, 42. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ ἐπιτήδεια στρατεύματος, Λατ. commeatus, Πολύβ. 1. 17, 5., 18, 5, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ταμεῖον, Ἀθήν. 546Α. -Τὰ Ἀντίγραφα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἔχουσι χορήγιον, καὶ ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ ἴσως αὕτη εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 lieu où le chœur s’habillait et s’exerçait;
2 magasin d’habillements et de décors;
3 approvisionnement pour une armée au pl.
Étymologie: χορηγός.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. χοραγεῑον, τὸ, Α
1. χώρος όπου ο χορηγός συγκέντρωνε τους χορευτές και τους ηθοποιούς για να διδαχθούν από τον χοροδιδάσκαλο τους ρόλους τους
2. (γενικά) σχολείο, διδασκαλείο
3. ταμείο, θησαυροφυλάκιο
4. στον πληθ. τά χορηγεῑα
τα απαραίτητα για την συντήρηση ενός στρατεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορηγός + κατάλ. -εῖον (πρβλ. ναυπηγ-εῖον)].

Greek Monotonic

χορηγεῖον: τό,
I. τόπος στον οποίο εκπαιδεύεται ο χορός, σχολή χορού, χοροδιδασκαλείο, σε Δημ.
II. σε πληθ., χορηγεῖα ή χορήγια, τά, προμήθειες στρατεύματος, Λατ. commeatus, σε Πολύβ.· πρβλ. χορηγία II. 2.

Russian (Dvoretsky)

χορηγεῖον: τό
1) хорегей (место или помещение для хороводных репетиций) Dem.;
2) Polyb. v.l. = χορήγιον.

Middle Liddell

χορηγεῖον, ου, τό,
I. the place in which a chorus was trained, their dancing-school, Dem.
II. in plural χορηγεῖα or χορήγια, ων, τά, supplies for an army, Lat. commeatus, Polyb.; cf. χορηγία II. 2.