ἔγκαυμα: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἔγκαυμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> выжженный знак (ἐγκαύματα ἔμμονα Plat.; αἱ εἰκόνες ἐν ἐγκαύμασι γραφόμεναι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> ожог Luc. | |elrutext='''ἔγκαυμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> выжженный знак (ἐγκαύματα ἔμμονα Plat.; αἱ εἰκόνες ἐν ἐγκαύμασι γραφόμεναι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[ожог]] Luc. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:50, 19 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, (ἐγκαίω) A mark burnt in, sore from burning, Luc.DDeor.13.2, al. II encaustic picture, Pl.Ti.26c, JHS41.195 (Delos, ii B. C.), Dicaearch.1.8, Plu.2.759c. III ulcer in the eye, Aët.7.27.
German (Pape)
[Seite 707] τό, das Eingebrannte, Brandmal; Plat. Tim. 26 c u. Sp.; Brandwunden, Luc. D. D. 13, 2. Bei Poll. 7, 109 = Zunder. – Bes. = in Wachsfarben eingebranntes Gemälde; εἰκόνες οἷον ἐν ἐγκαύμασι γραφόμεναι διὰ πυρός Plut. Amator. 16 p. 32; vgl. Plin. H. N. 35, 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκαυμα: τό, (ἐγκαίω) σημεῖον γινόμενον δι’ ἐγκαύματος, στίγμα, Πλάτ. Τίμ. 26C· ἕλκος ἐκ καύματος, Λουκ. Θ. Διάλ. 13. 2. ΙΙ. εἰκὼν κατεσκευασμένη δι’ ἐγκαύσεως (πρβλ. ἐγκαίω), Δικαίαρχ. ἐν Creuzer Mel. 3. σ. 186, Πλούτ. 2. 759C. ΙΙΙ. ἔναυσμα, προσάναμμα, ξύλα πρὸς καῦσιν, Σοφ. Ἀποσπ. 218.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 brûlure ; plaie produite par une brûlure;
2 peinture à l’encaustique.
Étymologie: ἐγκαίω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1pintura encáustica, pintura al encausto οἷον ἐγκαύματα ἀνεκπλύτου γραφῆς ἔμμονά μοι γέγονεν se me quedó grabado como pinturas al encausto de dibujo indeleble Pl.Ti.26c, cf. ID 1417A.1.20, 1426A.1.23 (ambas II a.C.).
2 quemadura, herida σου τὰ ἐγκαύματα ἰασάμην Asclepio a Heracles, Luc.DDeor.15.2, cf. DMar.10.2.
3 marca realizada con fuego, marca de hierro candente ἐν τῷ μηρῷ εἶχεν ἔ. βοὸς φαίνοντα κεφαλήν Ps.Callisth.1.15B, cf. Ael.Dion.τ 26
•fig. en el alma οἷον ἔ. τῆς ψυχῆς τῶν μαθημάτων ἕκαστον cada una de las cosas que aprenden es como una marca impresa en el alma a fuego Plu.Cat.Mi.1, cf. Luc.Cat.24, ἐγκαύματα ταῖς καρδίαις ἑαυτῶν ἐγχαράσσουσι Gr.Nyss.Virg.282.17.
II combustible para un baño público PHels.12.12, 21 (II a.C.), σύνοψις τῶν ἐγκαυμά(των) τοῦ δημοσί(ου) ... λουτρ(οῦ) POxy.2040.1 (VI/VII d.C.), cf. 2206.9 (VI d.C.), τὴν πίσσαν καὶ τὰ ἐγκαύματα PYale inv.1804.23ue.5 (biz.) en Tyche 11.1996.101.
Greek Monolingual
το (AM ἔγκαυμα)
κάκωση του δέρματος από άμεση επενέργεια υψηλής θερμοκρασίας ή χημικών ουσιών
αρχ.
1. ζωγραφιά με έγκαυση
2. κάκωση του ματιού.
Greek Monotonic
ἔγκαυμα: -ατος, τό (ἐγκαίω), σημάδι από κάψιμο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἔγκαυμα: ατος τό
1) выжженный знак (ἐγκαύματα ἔμμονα Plat.; αἱ εἰκόνες ἐν ἐγκαύμασι γραφόμεναι Plut.);
2) ожог Luc.
Middle Liddell
ἔγκαυμα, ατος, τό, ἐγκαίω
a sore from burning, Luc.