βλάστη: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
m (Text replacement - "(<\/b>) ([аАбБвВгГдДеЕёЁжЖзЗиИйЙкКлЛмМнНоОпПрРсСтТуУфФхХцЦчЧшШщЩъЪыЫьЬэЭюЮяЯ]+), ([аАбБвВгГдДеЕёЁжЖзЗиИйЙкКлЛмМнНоОпПрРсСтТу...)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''βλάστη:''' дор. [[βλάστα]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[росток]], [[отпрыск]], [[побег]], Soph., Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> потомок, дитя Soph., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> pl. рождение (παιδός Soph.).
|elrutext='''βλάστη:''' дор. [[βλάστα]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[росток]], [[отпрыск]], [[побег]], Soph., Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[потомок]], [[дитя]] Soph., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> pl. рождение (παιδός Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 15:55, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλάστη Medium diacritics: βλάστη Low diacritics: βλάστη Capitals: ΒΛΑΣΤΗ
Transliteration A: blástē Transliteration B: blastē Transliteration C: vlasti Beta Code: bla/sth

English (LSJ)

ἡ, A = βλαστός, S.Ichn.276, Pl.Lg.765e, etc.; πετραία β. the growth of stone, S.Ant.827 (lyr.). II of children, βλάσται γενέθλιοι πατρός birth from a father, Id.OC972; παιδὸς βλάσται Id.OT717, cf. Tr.382, Trag.Adesp.373.

German (Pape)

[Seite 447] ἡ, Keim, Sproß, Soph. Ant. 827; φυτοῦ Plat. Legg. VI, 765 e; öfter auch Folgde; βλάστην καὶ ἐπίδοσιν Plat. Legg. III, 679 b; Geburt, Soph. Tr. 381; βλάσται τέκνων Plut. Cons. Apoll. p. 354, aus einem Dichter.

Greek (Liddell-Scott)

βλάστη: ἡ, = βλαστός, Σοφ. Ἀποσπ. 296, Πλάτ., κτλ. πετραία βλ. ὁ αὐξανόμενος βράχος, Σοφ. Ἀντ. 827· βλάστην καὶ ἐπίδοσιν Πλάτ. Νόμ. 3, 679Β. ΙΙ ἐπὶ τέκνων, βλάσται πατρός, βλαστήματα ἐκ τοῦ πατρός, Σοφ. Ο. Κ. 972· παιδὸς βλάσται, ἡ γέννησις καὶ ἀνάπτυξις τοῦ παιδός, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 717, πρβλ. Ἀποσπ. 382.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 germe, bourgeon ; production, croissance ; naissance, race;
2 rejeton, enfant.
Étymologie: cf. βλαστάνω.

Greek Monolingual

βλάστη, η (Α)
1. ο βλαστός
2. φρ. α) «βλάσται πατρός» — τα παιδιά που γεννήθηκαν από έναν πατέρα
β) «βλάσται παιδός» — η μέρα της γέννησης του παιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. βλαστάνω.

Greek Monotonic

βλάστη: ἡ=βλαστός, σε Πλάτ. κ.λπ.·
I. πετραία βλάστη, πέτρα, βράχος που αναφύεται, που αυξάνεται, σε Σοφ.
II. λέγεται για παιδιά, βλάσται πατρός, γεννήματα του πατέρα, στον ίδ.· παιδὸς βλάσται, γέννηση και ανάπτυξη του παιδιού, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

βλάστη: дор. βλάστα
1) росток, отпрыск, побег, Soph., Plat., Arst., Plut.;
2) потомок, дитя Soph., Plut.;
3) pl. рождение (παιδός Soph.).

Middle Liddell


I. = βλαστός, Plat., etc.; πετραία βλ. the growing rock, Soph.
II. of children, βλάσται πατρός, birth from a father, Soph.; παιδὸς βλάσται its growth, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλάστη -ης, ἡ βλαστάνω
1. concr. kiem, spruit :. παντὸς... φυτοῦ ἡ πρώτη βλάστη de eerste kiem van alles wat groeit Plat. Lg. 765e.
2. abstr. groei, ontkieming :. παιδὸς βλάσται de geboorte van het kind Soph. OT 717; β. τοῦ πτεροῦ de groei van de veren Plat. Phaedr. 251d.