παρακατέχω: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''παρακατέχω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[удерживать]], [[сдерживать]] (τινά Thuc.; τὴν ὁρμήν τινος Polyb.; τῷ λογισμῷ τὸ [[πάθος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> задерживать, не пускать (sc. τὸν βουλόμενον εἰσιέναι Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[успокаивать]], [[утолять]] (τὰς ὠδῖνας Diod.).
|elrutext='''παρακατέχω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[удерживать]], [[сдерживать]] (τινά Thuc.; τὴν ὁρμήν τινος Polyb.; τῷ λογισμῷ τὸ [[πάθος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[задерживать]], [[не пускать]] (sc. τὸν βουλόμενον εἰσιέναι Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[успокаивать]], [[утолять]] (τὰς ὠδῖνας Diod.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[καθέξω]]<br />to [[keep]] [[back]], [[restrain]], [[detain]], Thuc.
|mdlsjtxt=fut. -[[καθέξω]]<br />to [[keep]] [[back]], [[restrain]], [[detain]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 16:35, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακατέχω Medium diacritics: παρακατέχω Low diacritics: παρακατέχω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΤΕΧΩ
Transliteration A: parakatéchō Transliteration B: parakatechō Transliteration C: parakatecho Beta Code: parakate/xw

English (LSJ)

A keep back, detain, Plb.1.66.5, etc.; restrain, τινας Th.8.93; τὴν ὁρμήν τινος, τὸν ἴδιον θυμόν, Plb.5.67.11, 15.4.11; π. τὰς ὠδῖνας check them, D.S.4.9; π. τὰ ὑγρά checks their circulation, Heraclid.Tar. ap. Ath.2.64f. 2 retain possession of, τὸν Ἀκροκόρινθον Plb.18.45.12. II Pass., to be detained, ὑπὸ τοῦ Σαράπιος UPZ8.19 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 482] (s. ἔχω), bei sich zurückhalten; Thuc. 8, 93; Pol. 1, 66, 55 u. öfter; βουλομένου εἰσιέναι, παρακατέσχε τις τῶν ῥαβδούχων, 5, 26, 10; Sp.; auch neben κωλῦσαι τὴν ὁρμήν, Pol. 2, 67, 11; θυμόν, 13, 4, 11; τῇ μνήμῃ, im Gedächtniß behalten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρακατέχω: κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, κατέχω, Θουκ. 8. 93, Πολύβ. 1. 66, 5, κτλ.· τὴν ὁρμήν τινος, τὸν θυμὸν ὁ αὐτ. 5. 67, 11, κλ.· π. τὰς ὠδῖνας, ἀνακόπτω, ἐμποδίζω, Διόδ. 4. 9· π. τὰ ὑγρά, παρακωλύω, παρεμποδίζω τὴν κυκλοφορίαν αὐτῶν, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 64F.

French (Bailly abrégé)

f. παρακαθέξω, ao.2 παρακατέσχον, etc.
retenir, arrêter.
Étymologie: παρά, κατέχω.

Greek Monolingual

ΜΑ
συγκρατώ στη μνήμη
αρχ.
1. αναχαιτίζω, εμποδίζω («αὐτοὺς τε ἡσυχάζειν καὶ τοὺς ἄλλους παρακατέχειν», Θουκ.)
2. ανακόπτω («τῆς μὲν Ἀλκμήνης παρακατασχεῖν τὰς ὠδίνας», Διόδ.)
3. (σχετικά με υγρά) παρακωλύω, παρεμποδίζω την κυκλοφορία τους
4. κατακρατώ, αποκρύπτω
5. καταστέλλω, καταπνίγω
6. κατέχω κάτιΧαλκίδα παρακατέσχε», Πολ.)
7. παθ. παρακατέχομαι
κρατούμαι, κατέχομαι.

Greek Monotonic

παρακατέχω: μέλ. -καθέξω, κρατώ πίσω, αναχαιτίζω, κατακρατώ, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-κατέχω in toom houden.

Russian (Dvoretsky)

παρακατέχω:
1) удерживать, сдерживать (τινά Thuc.; τὴν ὁρμήν τινος Polyb.; τῷ λογισμῷ τὸ πάθος Plut.);
2) задерживать, не пускать (sc. τὸν βουλόμενον εἰσιέναι Polyb.);
3) успокаивать, утолять (τὰς ὠδῖνας Diod.).

Middle Liddell

fut. -καθέξω
to keep back, restrain, detain, Thuc.