παραπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (Text replacement - " ;" to ";")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''παραπέτομαι:''' (fut. παραπτήσομαι, aor. 2 [[παρεπτόμην]]; part. aor. 1 med. παραπτάμενος)<br /><b class="num">1)</b> лететь мимо, пролетать (ἡ παραπετομένη [[μυῖα]] Arst.): [[δῶρον]] παραπτάμενον Anth. мимолетный дар (о красоте);<br /><b class="num">2)</b> перелетать, прилетать Arph.
|elrutext='''παραπέτομαι:''' (fut. παραπτήσομαι, aor. 2 [[παρεπτόμην]]; part. aor. 1 med. παραπτάμενος)<br /><b class="num">1)</b> [[лететь мимо]], [[пролетать]] (ἡ παραπετομένη [[μυῖα]] Arst.): [[δῶρον]] παραπτάμενον Anth. мимолетный дар (о красоте);<br /><b class="num">2)</b> [[перелетать]], [[прилетать]] Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[πτήσομαι]] aor2 παρ-επτόμην or -επτάμην<br /><b class="num">1.</b> Dep.:— to fly alongside, Arist.<br /><b class="num">2.</b> to fly [[past]], to [[escape]], Anth.
|mdlsjtxt=fut. -[[πτήσομαι]] aor2 παρ-επτόμην or -επτάμην<br /><b class="num">1.</b> Dep.:— to fly alongside, Arist.<br /><b class="num">2.</b> to fly [[past]], to [[escape]], Anth.
}}
}}

Revision as of 16:40, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπέτομαι Medium diacritics: παραπέτομαι Low diacritics: παραπέτομαι Capitals: ΠΑΡΑΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: parapétomai Transliteration B: parapetomai Transliteration C: parapetomai Beta Code: parape/tomai

English (LSJ)

poet. παρπέταμαι Call. Epigr.33.6 : aor. 2 παρεπτόμην or -επτάμην (v. infr.); also παρέπτην, 3pl. A παρέπτησαν Id.Iamb.Fr.9.327 P.:—fly alongside, κορώνη… ἤδη πετομένων [τῶν νεοττῶν] σιτίζει παραπετομένη Arist.HA563b12; τὰς π. μυίας Id.Pol. 1323a29. 2 fly past, of specks before the eyes, Gal.1.363. 3 escape, AP6.19 (Jul.). 4 fly to, ἡμῖν ἑρπετὸν παρέπτατο Semon. 13, cf. Philostr.VA1.7; fly to one's succour, οὐ γὰρ ἂν παρέπτετο Ar. Th.1014 : metaph., παραπτῆναι, of a λόγος, Philostr.Her.19.14.

German (Pape)

[Seite 493] (s. πέτομαι), daneben-, vorüberfliegen, übertr., ἁ δ' εὐήρετμος ἁλία χερσὶ παραπτομένα πλάτα, Soph. O. C. 721; παρέπτατο, herbeifliegen, Ar. Thesm. 1014; ἢν παραπτῇ, Mel. 41 (XII, 70); u. in Prosa, παραπετομένη, Arist. H. A. 6, 6.

Greek (Liddell-Scott)

παραπέτομαι: ποιητ. παρπέταμαι Καλλ. Ἐπιγράμμ. 32: ἀόρ. β΄ παρεπτόμην ἢ -επτάμην· ἀποθ. Πέτομαι παρά τι, κορώνη .. πετομένων [τῶν νεοττῶν] σιτίζει παραπετομένη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 6. 6· τὰς π. μυίας ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 1, 4, 2) παρέρχομαί τι πετόμενος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1014· ἐκφεύγω τινά, Ἀνθ. Π. 6. 19. 3) πέτομαι πρός τινα, τινι Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 12. - Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 715, ἴδε παράπτω.

French (Bailly abrégé)

1 voler auprès ou le long de;
2 voler au delà de ; échapper à.
Étymologie: παρά, πέτομαι.

Greek Monolingual

ποιητ. τ. παρπέταμαι, Α
1. πετώ κάτι κοντά ή πλαγίως σε κάτι
2. διέρχομαι πετώντας
3. διαφεύγω, ξεφεύγω
4. πετώ προς το μέρος κάποιου
5. τρέχω πετώντας για να βοηθήσω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πέτομαι «πετώ»].

Greek Monotonic

παραπέτομαι: μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ παρ-επτόμην ή -επτάμην· αποθ.·
1. πετώ κατά μήκος, σε Αριστ.
2. δραπετεύω, διαφεύγω, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-πέτομαι (erbij) vliegen, langsvliegen, vliegen langs:. παραπετόμενα πλάτα de vliegensvlugge roeiriem Soph. OC 717; οὐ γὰρ ἂν παρέπτατο want dan was hij niet te hulp gevlogen Aristoph. Th. 1014.

Russian (Dvoretsky)

παραπέτομαι: (fut. παραπτήσομαι, aor. 2 παρεπτόμην; part. aor. 1 med. παραπτάμενος)
1) лететь мимо, пролетать (ἡ παραπετομένη μυῖα Arst.): δῶρον παραπτάμενον Anth. мимолетный дар (о красоте);
2) перелетать, прилетать Arph.

Middle Liddell

fut. -πτήσομαι aor2 παρ-επτόμην or -επτάμην
1. Dep.:— to fly alongside, Arist.
2. to fly past, to escape, Anth.