παραφυάς: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (Text replacement - "perh." to "perhaps") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παραφῠάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> росток, побег Arst.;<br /><b class="num">2)</b> зоол. отросток, придаток Arst. | |elrutext='''παραφῠάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[росток]], [[побег]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> зоол. отросток, придаток Arst. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 16:45, 19 August 2022
English (LSJ)
άδος, ἡ, (παραφύω) A side-growth, 1 in plants, sucker, off shoot, opp. παρασπάς, Thphr.HP2.2.4, cf. 1Enoch 26.1 : metaph., παραφυάδι ἔοικε τοῦ ὄντος Arist.EN1096a21, cf.Ph.1.330 (pl.). 2 in animals, branch of a vein, Hp.Oss.18; of certain appendages in the ἀστακός, Arist. HA526a29, cf. PA672b27. 3 metaph., of branches of a discussion, Stob.2.7.2, EM784.28, etc.; also, τὸ πρός τι παραφυάδι ἐοικός Plot.6.2.16. [ῡ in Nic. Fr.80, perhaps metri gr.]
German (Pape)
[Seite 507] άδος, ἡ, Nebenschößling, stolo; Arist. eth. Nic. 1, 6, 2; τὰ ἀπὸ τῆς ῥίζης βλαστάνοντα, plant. 1, 4; von den Adern, Hippocr.; von andern Ausschüssen oder Nachwüchsen, Arist. H. A. 4, 2 part. anim. 3, 10; übertr. bei Sp. [Nic. bei Ath. II, 71 d braucht in παραφυάδας des Verses wegen υ lang.]
Greek (Liddell-Scott)
παραφυάς: -άδος, ἡ, (παπαφύω) τὸ πλησίον φυόμενον. 1) ἐπὶ φυτῶν, τὸ ἀπὸ τῆς ῥίζης τοῦ δένδρου βλαστάνον, «κωλορρίζι, παραβλάσταρον, Λατιν. stulo, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 6, 2· ἀντίθετ. τῷ παρασπάς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 4. 2) ἐπὶ ζῴων, αἱ διακλαδώσεις τῶν φλεβῶν, Ἱπποκρ. 279. 55· πρβλ. ἀποφυάς· - ἐπὶ τῶν ποδῶν ἀστακοῦ, ἔχουσι δὲ καὶ παραφυάδας λεπτὰς οἱ πρὸς τῷ στόματι πόδες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 14, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 10, 5. 3) μεταφορ. ἐπὶ ὑποδιαιρέσεων ἐν τῇ λογικῇ, Φίλων ἐν Στοβ. Ἐκλ. 2. 44, Σουΐδ, κτλ. [ῠ] ἐν Νικ. Ἀποσπ. 12 ἀναγνωστέον παραφυιάς, πρβλ. δεκάφυιος].
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
I. pousse partant de la racine, rejeton;
II. p. anal. αἱ παραφυάδες :
1 ramifications des veines;
2 filaments aux pattes de l’ἀστακός.
Étymologie: παραφύω.
Greek Monotonic
παραφυάς: -άδος, ἡ (παραφύομαι), παρακλάδι, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
παραφῠάς: άδος (ᾰδ) ἡ
1) росток, побег Arst.;
2) зоол. отросток, придаток Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραφυάς -άδος, ἡ [παραφύω] zijtak, scheut.
Middle Liddell
παραφυάς, άδος, παραφύομαι
an offshoot, Arist.