ἀντιδικέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τὰ χείρω καὶ ἐπὶ τὰ βελτίω → for worse or for better, for better or for worse

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀντιδῐκέω:''' (impf. ἠντιδίκουν и ἠντεδίκουν)<br /><b class="num">1)</b> вести тяжбу, судиться (περί τινος Xen.): οἱ ἀντιδικοῦντες ἑκάτεροι Plat. обе тяжущиеся стороны;<br /><b class="num">2)</b> быть ответчиком, защищаться (πρός τινα Isae. и πρός τι Dem.): ἀντιδικῶν Arph. ответчик;<br /><b class="num">3)</b> [[возражать]] Lys.: ἀ. ταῖς διαβολαῖς Dem. опровергать клевету.
|elrutext='''ἀντιδῐκέω:''' (impf. ἠντιδίκουν и ἠντεδίκουν)<br /><b class="num">1)</b> [[вести тяжбу]], [[судиться]] (περί τινος Xen.): οἱ ἀντιδικοῦντες ἑκάτεροι Plat. обе тяжущиеся стороны;<br /><b class="num">2)</b> [[быть ответчиком]], [[защищаться]] (πρός τινα Isae. и πρός τι Dem.): ἀντιδικῶν Arph. ответчик;<br /><b class="num">3)</b> [[возражать]] Lys.: ἀ. ταῖς διαβολαῖς Dem. опровергать клевету.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀντίδικος]]<br />to [[dispute]], go to law, [[περί]] τινος Xen.; οἱ ἀντιδικοῦντες the parties to a [[suit]], Plat.; absol. of the [[defendant]], Ar.; ἀντ. πρός τι or πρός τινα, to [[urge]] one's [[suit]] [[against]] . ., Dem.
|mdlsjtxt=[from [[ἀντίδικος]]<br />to [[dispute]], go to law, [[περί]] τινος Xen.; οἱ ἀντιδικοῦντες the parties to a [[suit]], Plat.; absol. of the [[defendant]], Ar.; ἀντ. πρός τι or πρός τινα, to [[urge]] one's [[suit]] [[against]] . ., Dem.
}}
}}

Revision as of 17:10, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδῐκέω Medium diacritics: ἀντιδικέω Low diacritics: αντιδικέω Capitals: ΑΝΤΙΔΙΚΕΩ
Transliteration A: antidikéō Transliteration B: antidikeō Transliteration C: antidikeo Beta Code: a)ntidike/w

English (LSJ)

impf. A ἠντιδίκουν Lys.6.12, but ἠντεδίκουν (acc. to the best Ms.) D.39.37, 40.18: aor. ἠντεδίκησα Id.47.28:—to be an ἀντίδικος, dispute, go to law, περί τινος X.Mem. 4.4.8; οἱ ἀντιδικοῦντες ἑκάτεροι the parties to a suit, Pl.Lg.948d: abs., of the defendant, ἀντιδικῶν Ar.Nu.776; ἀ. πρός τι or πρός τινα to urge one's suit against .., D.28.17, 41.10, Is.11.9; join issue, ἠντιδίκει ἦ μήν .., c. acc. et inf., Lys.l.c.; oppose, rebut, διαβολαῖς D.41.13; ἀλλήλοις prob. in Thugen.ID. II Pass., to be an object of dispute, Phot.p.147R.

German (Pape)

[Seite 251] impf. ἠντιδίκει Lys. 6, 12; ἠντεδίκεις Dem. 39, 37. 40, 18; gegen Jemand processiren, meist absolut, ἑκάτεροι οἱ ἀντιδικοῦντες, beide Parteien vor Gericht, Plat. Legg. XII. 948 d; ἀντιδικῶν δίκην, seine Sache vertheidigend, Ar Nubb. 766; übh. dagegen sprechen, πρός τι Dem. 41, 10, fut., wie Isae. 11, 9; πῶς ἂν ταῖς διαβολαῖς ἀντιδικοίην Dem. 41, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδῐκέω: μέλλ. -ήσω: παρατ. ἠντιδίκουν Λυσ. 104. 12, ἀλλ’ ἠντεδίκουν (κατὰ τὸ ἄριστον χειρόγρ.) Δημ. 1006. 2, 1013. 23: ἀόρ. ἠντιδίκησα Δημ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 23. Ἐγείρω ἢ ἔχω δίκην κατά τινος, προστρέχω εἰς τὸ δικαστήριον ὡς ἀντίδικος, περί τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 8· οἱ ἀντιδικοῦντες ἑκάτεροι, ἀμφότεροι οἱ ἀντίδικοι, Πλάτ. Νόμ. 948D· ἀπολ., ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου, ἀντιδικῶν δίκην, ὑπερασπίζων δίκην, Ἀριστοφ. Νεφ. 776· ἀντ. πρός τι ἢ πρός τινα, ἐγείρω δίκην ἐναντίον τινός, Δημ. 840, ἐν τέλ., 1030, ἐν τέλ., Ἰσαῖος 84. 21· μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρεμ., ἀντιδικάζομαι πρός τινα περί τινος, ὁ δὲ Ἄρχιππος ἠντιδίκει ἦ τὸν Ἑρμῆν ὑγιᾶ τε καὶ ὅλον εἶναι Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ἐναντιοῦμαι, ἀποκρούω, διαβολαῖς Δημ. 1032. 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἠντιδίκουν ou ἠντεδίκουν;
1 poursuivre ou se défendre en justice;
2 en parl. du défendeur contester, se défendre contre.
Étymologie: ἀντίδικος.

Spanish (DGE)

(ἀντιδῐκέω)
• Morfología: [impf. 1.a sg. ἠντεδίκει Lys.6.12, D.39.37, 40.18; aor. 1.a sg. ἠντεδίκησε D.47.28]
I 1ser parte de un litigio c. περί y gen. παύσονται δ' οἱ πολῖται περὶ τῶν δικαίων ἀντιλέγοντές τε καὶ ἀντιδικοῦντες X.Mem.4.4.8, τῶν ἀντιδικούντων ἑκατέρων de las partes de un litigio Pl.Lg.948d
c. πρός y ac. de pers. o cosa promover un litigio contra ἐλπίσασα δ' ... ἡμᾶς πρὸς αὐτὴν οὐκ ἀντιδικήσειν Is.11.9, cf. D.28.17, πρὸς ἅπαντα ταῦτα D.41.10
tb. c. dat. οἱ ἀντιδικοῦντες los enemigos κατάσχες τὰ ὄμματα τῶν ἀντιδικούντων μοι πάντων καὶ πασῶν PMag.13.804.
2 ser o actuar como acusado, defenderse ὅπως ἀποστρέψαι' ἂν ἀντιδικῶν δίκην Ar.Nu.776, πῶς γὰρ ἂν ἐγὼ νῦν ταῖς τούτων διαβολαῖς ἀντιδικοίην; D.41.13
c. inf. replicar defendiéndose Ἄρχιππος ἠντεδίκει ἦ μὲν τὸν Ἑρμῆν ὑγιᾶ τε καὶ ὅλον εἶναι Lys.6.12.
II en v. pas. ser objeto de disputa ἀντιδικούμενον τὸ παθητικόν, ἤγουν ἀμφισβητούμενον Phot. p.147R.

Greek Monotonic

ἀντιδῐκέω: μέλ. -ήσω, παρατ. ἠντιδίκουν, ή με διπλή αύξ. ἠντεδίκουν, αόρ. αʹ ἠντεδίκησα· (ἀντίδικοςαντιδικώ, διαφωνώ, διαφιλονικώ, προσάγω στο δικαστήριο, περί τινος, σε Ξεν.· οἱ ἀντιδικοῦντες, οι διάδικοι, σε Πλάτ.· απόλ., λέγεται για τον συνήγορο, σε Αριστοφ.· ἀντ. πρός τι ή πρός τινα, εγείρω δίκη εναντίον κάποιου, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδῐκέω: (impf. ἠντιδίκουν и ἠντεδίκουν)
1) вести тяжбу, судиться (περί τινος Xen.): οἱ ἀντιδικοῦντες ἑκάτεροι Plat. обе тяжущиеся стороны;
2) быть ответчиком, защищаться (πρός τινα Isae. и πρός τι Dem.): ἀντιδικῶν Arph. ответчик;
3) возражать Lys.: ἀ. ταῖς διαβολαῖς Dem. опровергать клевету.

Middle Liddell

[from ἀντίδικος
to dispute, go to law, περί τινος Xen.; οἱ ἀντιδικοῦντες the parties to a suit, Plat.; absol. of the defendant, Ar.; ἀντ. πρός τι or πρός τινα, to urge one's suit against . ., Dem.