βαρύστονος: Difference between revisions
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βαρύστονος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[тяжело стонущий]], [[вздыхающий]] (ὑποκριταί Dem.);<br /><b class="num">2)</b> падающий со звоном ([[λίθος]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> [[исторгающий стоны]], [[прискорбный]] Soph. | |elrutext='''βαρύστονος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[тяжело стонущий]], [[вздыхающий]] (ὑποκριταί Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[падающий со звоном]] ([[λίθος]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> [[исторгающий стоны]], [[прискорбный]] Soph. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 19:12, 19 August 2022
English (LSJ)
ον, A groaning heavily, τοῖς βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις… ὑποκριταῖς nicknamed the bellowers, D.18.262, cf. Epicur.Fr.114,237; resounding, λίθος AP9.246 (Marc. Arg.). Adv. -νως A.Eu.794. II of things, heavily lamented, grievous, S.OT 1233, Orac. ap. Paus.10.9.11.
German (Pape)
[Seite 435] schwer seufzend, stöhnend, Soph. O. R. 1233 u. a. Sp.; ὑποκριταί Dem. 18, 262; λίθος M. Arg. 26 (IX, 246). – Adv. -στόνως, Aesch. Eum. 761.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύστονος: -ον, ὁ ἐκ βάθους ἤ βαρέως στενάζων, τοῖς βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις… ὑποκριταῖς, σκωπτικῶς τοῖς ἐκ βάθους στενάζουσι, Δημ. 314. 11, πρβλ. Ἐπίκουρ. ἐν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 4. ― Ἐπίρρ. –νως Αἰσχύλ. Εὐμ. 794. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, βαρέως θρηνούμενος, πενθούμενος, θλιβερός, Σοφ. Ο. Τ. 1233, Χρησμ. παρὰ Παυσ. 10. 9, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. intr. qui pousse des gémissements profonds litt. graves;
II. fig. qu’on pleure avec des gémissements profonds litt. graves.
Étymologie: βαρύς, στένω.
Spanish (DGE)
(βᾰρύστονος) -ον
I 1de pers. que lanza graves gemidos, gimoteante de actores trágicos, esp. de Esquines ὑποκριταί D.18.262, τοῖς βαρυστόνοις ὑποκριταῖς ... ὑπετραγῴδησεν Philostr.VS 507, cf. Plu.2.1086e.
2 de cosas o situaciones que provoca un grave lamento κήδεα Orác. en Paus.10.9.11, λείπει μὲν οὐδ' ἃ πρόσθεν ᾔδεμεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον' εἶναι S.OT 1233
•de profundo bramido λίθος AP 9.246 (Marc.Arg.).
3 de pers. desdichado Hsch.
II adv. -ως gravemente doloroso μὴ β. φέρειν A.Eu.794.
Greek Monolingual
βαρύστονος, -ον (Α)
1. αυτός για τον οποίο κλαίμε πικρά, αξιοθρήνητος
2. εκείνος που αντηχεί βαριά
3. ο εγγαστρίμυθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + στόνος < στένω «στενάζω, βογγώ»].
Greek Monotonic
βᾰρύστονος: -ον (στένω),
I. αυτός που στενάζει βαριά, που αναστενάζει· με σκωπτική σημασία, σε Δημ.· επίρρ. -νως, σε Αισχύλ.
II. λέγεται για πράγματα, πολυθρήνητος, βαριά πενθούμενος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
βαρύστονος:
1) тяжело стонущий, вздыхающий (ὑποκριταί Dem.);
2) падающий со звоном (λίθος Anth.);
3) исторгающий стоны, прискорбный Soph.
Middle Liddell
στένω
I. groaning heavily, bellowing, Dem.:—adv. -νως, Aesch.
II. of things, heavily lamented, grievous, Soph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρύστονος -ον βαρύς, στόνος
1. zwaar kreunend :. τοῖς βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις ὑποκριταῖς de toneelspelers, bijgenaamd ‘de kreuners’ Dem. 18.262; βαρυστόνως φέρειν opvatten als reden voor zwaar gekreun Aeschl. Eum. 794.
2. zwaar te bejammeren, zeer smartelijk.